Στάθηκα και κοίταξα τη θάλασσα· ήταν γοητευτική μα εξέπεμπε μια πρωτόγνωρη μελαγχολία. Σταδιακά η μέρα έφευγε και το σκοτάδι έπεφτε. Ο αέρας μύριζε σαγηνευτικά λόγω του αρώματος των νυχτολούλουδων που κυριαρχούσαν στο επαρχιακό τοπίο.
Το τηλέφωνο χτύπησε· με ενημέρωσαν ότι έπρεπε να αποχωρήσω γρήγορα. Δεν κατάλαβα αμέσως τι είχε συμβεί. Η ηρεμία της μέρας, που είχε πλέον φύγει, δε μου επέτρεπε να ξεφύγω. Μα εκείνη τα κατάφερε· ξέφυγε ήρεμα - σ' ένα νοσοκομειακό κρεβάτι.
Κοιμήθηκε στην αγκαλιά του πριν πει το τελευταίο της «αντίο». Εκείνος τρόμαξε και δεν πρόλαβε να την αποχαιρετήσει πριν φύγει. Ήταν, όμως, εκεί να την παρηγορεί και να εξαλείφει το φόβο για το άγνωστο που παραμόνευε στην ατμόσφαιρα.
Δεν πρόλαβε να της πει ότι την συγχωρεί· μα ούτε κι εγώ πρόλαβα. Την είχε ήδη συγχωρέσει μέσα του για όλα - κι ας μην πρόφτασε να το ξεστομίσει. Της ζήτησε σιωπηλά «συγγνώμη» για όλες εκείνες τις φορές που την είχε στεναχωρήσει. Κι έπειτα της έκλεισε τα μάτια και την άφησε να ξεκουραστεί.
Έκλαψα· έκλαψα πολύ και τα δάκρυά μου ήταν πέρα για πέρα αληθινά. Χάναμε κι οι δυο τις ρίζες μας κι αυτό μας προκαλούσε έναν πόνο αβάστακτο. Θάβαμε το παρελθόν μας μέσα σε χώμα βαρύ, που δε θα μπορούσαμε να σηκώσουμε ξανά.
Ήμουν μουδιασμένος· δε μπορούσα να κοιμηθώ, να σκεφτώ καθαρά. Έχασα - χωρίς να το καταλάβω - ένα κομμάτι του εαυτού μου, ένα κομμάτι των αναμνήσεών μου. Λυτρώθηκα στη σκέψη της αιωνιότητας - όμως τώρα αμφιβάλω αν υπάρχει.
Πλέον έχουμε αποδεχτεί την έλλειψη· έχουμε συμβιβαστεί. Κι ας μην πρόλαβα να πω τίποτα εκείνη τη στιγμή, μερικά βράδια - όταν κάθομαι μόνος - τη σκέφτομαι και λέω...
«Καληνύχτα γιαγιά»
Από τον Θάνο Κουλουβάκη
Ο καιρός παίρνει τη θλίψη αλλά όχι τις αναμνήσεις μας
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάποια στιγμή καλούμαστε να αποχαιρετήσουμε τους νεκρούς μας
ΑπάντησηΔιαγραφή