Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα διήγημα

Τα χέρια

Γ ράφει η  Μ αρία Π απαδοπούλου* Πάντα ήθελα να απλώσει τα χέρια του να πιάσει κάτι, αλλά ποτέ δεν το έκανε. Το βάζο με το γλυκό κυδώνι της γιαγιάς. Μόνο που το έβλεπε, του έτρεχαν τα σάλια. Κάθε φορά  όμως που άνοιγε το ντουλάπι για να το πάρει άκουγε πίσω του τη φωνή της γιαγιάς  «Άστο κάτω! Αυτό είναι για τους ξένους!» Το αυτοκίνητο του μεγάλου του αδελφού. Ήταν μεγάλο, κατακόκκινο σαν τη φωτιά, γυαλιστερό. Εκείνος δεν είχε δικό του αυτοκίνητο. Οι γονείς του δεν είχαν αρκετά λεφτά για να πάρουν παιχνίδια και για τους δύο , κι ο αδελφός του δεν του το έδινε ποτέ. Τα βράδια σκεφτόταν πολλές φορές να πάει και να το αρπάξει κάτω από το κρεβάτι που το φύλαγε ο αδελφός του. Αλλά την ίδια στιγμή θυμόταν την απειλή του αδελφού του «Αν πάρεις το αυτοκίνητό μου θα  σε πλακώσω στο ξύλο» Τον  χτυπημένο σκύλο που βρήκε στον σκουπιδοτενεκέ. Ήθελε τόσο πολύ να τον πάρει σπίτι, να τον φροντίσει, να τον χαϊδέψει ,να κοιμηθούν μαζί. Να μιλήσουν χωρίς να πουν τίποτα. Να δουν μα...

Το πρόσταγμα της μοίρας

Είναι μεγάλη πια και τα πόδια της δεν μπορούν να την βαστήξουν σαν πρώτα. Είναι πονεμένα και το πέρασμα του χρόνου έχει αφήσει ανεξίτηλα πια τα σημάδια του. Θα είναι τώρα 85 ίσως και παραπάνω, μα παρά τον πόνο των άκρων της ο χρόνος στην όψη του προσώπου της, της φέρθηκε με γλύκα και αγάπη. Το δέρμα της λευκό, σχεδόν διάφανο. Τα μάτια της θυμίζουν τα γαλαζοπράσινα κρυσταλλένια νερά του Ιονίου. Είναι ένα αλλιώτικο χρώμα που σε καθηλώνει και σε κάνει να ταξιδεύεις μέσα στα βάθη της ψυχής της. Τα μαλλιά της μακριά και κατάλευκα. Από μικρή είχε αποφασίσει να μην τα βάψει ποτέ από τότε που θα εμφανιζόταν ο πρώτος μικρός δαίμονας του χρόνου. Κι έτσι έκανε. Της ταίριαζαν ακόμα και όταν ήταν πιο νέα. Την έκανε να μοιάζει με Νηρηίδα που ταξιδεύει πάνω στο λευκό και ήρεμο αφρό της θάλασσας. Περπατά στον μακρύ και κρύο διάδρομο του παλιού σπιτιού της, το μόνο περιουσιακό στοιχείο που απέκτησε ποτέ. Όχι γιατί δεν πέρασαν χρήματα από τα χέρια της, αλλά γιατί ήταν το μόνο πράγμα που ήθελ...

Η μάζα

Μια ζωή μέσα στη θλίψη και το άγχος· άγχος για τη δουλειά, το μάθημα, αν θα προλάβεις να γίνεις ένα κομμάτι της μάζας. «Γρήγορα» σου λένε «οι θέσεις τελειώνουν», όμως εκείνοι ξέρουν ότι πάντα θα υπάρχει μία ακόμα θέση στη μάζα - μία ακόμα θέση στον πάτο του πηγαδιού, στις εκβολές του ποταμιού εκεί που λασπώνουν τα νερά. Ένα όμορφο τοπίο είναι ωραίο να το ατενίζεις από μακριά, αλλά δεν θα ήταν ακόμα πιο ωραίο να είσαι μέρος αυτού του τοπίου που σου προκαλεί οφθαλμικό οργασμό; Όταν μπορείς να είσαι στο προσκήνιο, γιατί να επιλέγεις τα παρασκήνια της αφάνειας; Άδραξε τη ζωή με κάθε τρόπο και μέσο· χάρισε μνήμες στον εαυτό σου ανεξίτηλες στο πέρασμα του χρόνου και άξιες ενθύμησης. Μη σπαταλάς τον εαυτό σου σε πράγματα, δραστηριότητες και άτομα που δε σε βοηθούν να βελτιωθείς. Αγάπα τον εαυτό σου και επένδυσε στη δύναμη που κρύβεις μέσα σου· αυτή η δύναμη θα σε φτάσει στα ύψη του κόσμου - κυριολεκτικά και μεταφορικά. Καλλιέργησε τις πεθαμένες αξίες της κοινωνίας μας. Αλληλεγγύη, αγάπ...

Αστρολάβος

Ηλεκτρικός, μετρό, δουλειά, μάθημα, φροντιστήρια, γυμναστήριο, χάος. Άνθρωποι γελαστοί, σκυθρωποί, ανήσυχοι, ανέμελοι, αγχωμένοι, μόνοι. Όλοι όμως σε ένα πρόγραμμα, σε μια καθημερινότητα τόσο ίδια και προδιαγεγραμμένη όσο και οι στάσεις του μετρό - που τόσο πολύ δυσκολεύομαι ακόμα να μάθω· Ομόνοια, Πανεπιστήμιο, Σύνταγμα.  Καμιά αλλαγή, κανένας αυθορμητισμός. Κι ενώ όλα βρίσκονται σε κατάσταση σήψης και ατονίας, εμφανίζεται μια ευκαιρία που τρεμοσβήνει μέσα στο απέραντο έρεβος. Είναι μια ευκαιρία με υπόσταση, δεν είναι απλά μια αφηρημένη έννοια. Όμως είναι τόσο μικρή και σχεδόν χάνεται μέσα στη θάλασσα του σκότους.  Και τότε παρατηρώ την αντανάκλαση του εαυτό μου σε έναν παλιό, ξεθωριασμένο και σπασμένο καθρέφτη.  Τρεμοσβήνω· μετά βίας ζω. Φαινομενικά - βιολογικά - ζω, ουσιαστικά - ψυχικά - πεθαίνω. Είμαι σαν ένα ψάρι μέσα σε μια γυάλα που μέχρι να πάει από την μία άκρη στην άλλη έχει ξεχάσει τον σκοπό για τον οποίο ξεκίνησε να κολυμπά.  Ζω για ν...

Αυτά που πετούν οι άνθρωποι στο δρόμο

Μία γόπα στην άκρη του πεζοδρομίου, ένα τσαλακωμένο εισιτήριο, ένα χαρτάκι, μία απόδειξη... Περπατώ και κοιτάζω το δρόμο· μου προξενεί ενδιαφέρον να βλέπω αυτά που πετούν οι άνθρωποι κάτω - κι ας με τρομάζουν ορισμένες φορές. Βλέπω χιλιάδες χαρτάκια που η χρησιμότητά τους έχει πλέον χαθεί. Αυτό που έχει απομείνει είναι το υλικό - η υλική τους υπόσταση. Γίνονται σκουπίδια στα μάτια των ανθρώπων αυτά που πριν μερικές ώρες ή μέρες ήταν σημαντικά. Πατούν τα αποτσίγαρα για να σβήσουν· αυτά που μερικά δευτερόλεπτα πριν έβαζαν στο στόμα τους και απολάμβαναν με θράσος. Αυτά που κρατούσαν με έπαρση και νόμιζαν ότι τους πρόσδιδαν κύρος και σιγουριά. Θεωρούμε ότι πετάμε κάτω μονάχα αντικείμενα· διότι δεν έχουν συνείδηση και η αξία τους είναι απελπιστικά μικρή. Όμως, οι άνθρωποι ξέρουν να πετούν λέξεις. Οι λέξεις εκτοξεύονται στον αέρα κι ύστερα προσγειώνονται στο δρόμο - ακριβώς όπως τα μικρά μας σκουπιδάκια. Απλώς, ενίοτε, στο διάβα τους τραβούν άλλους και τους γειώνουν. Ύστερα βρίσκοντ...

Κάθε στιγμή αλλάζεις

Δες τη ζωή σου μέσα από μία μικρή οθόνη· το γυαλί θα καθαρίσει τα κενά και θα φέρει στη θύμησή σου γεγονότα που είχες θάψει βαθιά μέσα στο μυαλό σου. Άφησε τον εαυτό σου να χαθεί στα άδυτα της κριτικής σου σκέψης, η οποία - αυτή τη φορά - κρίνει μονάχα εσένα. Έτσι, επίτρεψε στον εαυτό σου να δει καθαρά - πέρα από το βωμό της δικής σου υποκειμενικής σκοπιάς. Κι έπειτα νιώσε την αλλαγή, νιώσε τη μεταβολή που επιφέρει ο χρόνος και η σκέψη σου. Άγγιξε - αν χρειαστεί - τον εαυτό σου για να νιώσεις την αλλαγή που βιώνεις, που σκίζει το μυαλό σου για να το μεγαλώσει. Μπορεί να τρομάξεις, όμως μη διακόψεις την αλλαγή· αυτή είναι παντού και δε θα κατορθώσεις να την κρατήσεις μακριά. Θα σε ακολουθεί και θα στοιχειώνει τις μέρες και τους ανθρώπους γύρω σου. Θα βρίσκεται εκεί να σου υπενθυμίζει την παρουσία της και την ανάγκη εφαρμογής της. Κι έπειτα, όταν θα είναι δίπλα σου, θα πηδήξει πάνω σου και θα βλέπεις τον εαυτό σου - λες και είσαι κάποιος άλλος. Δε θα αναγνωρίζεις πτυχές σου, όμως...

Τα μάτια

Έκλεισα τα μάτια· οι σκέψεις κινούνταν μέσα στο μυαλό μου τόσο γρήγορα που σχεδόν μπορούσα να τις ακούσω. Το βλέμμα σου ήταν παγωμένο - όπως τότε. Ακόμα θυμάμαι εκείνο το βλέμμα που δεν έφευγε από πάνω μου. Τότε είχα ευχηθεί να μην ξαναδώ άλλο τέτοιο βλέμμα στη ζωή μου - όμως τώρα μου λείπει κάπως. Μάλλον είναι που οι μέρες κυλούν αργά και τα μάτια των ανθρώπων λένε ψέματα που με τρομάζουν. Ή μάλλον είναι ο δικός μου φόβος που μου γεννούν όλα τα μάτια ανεξαιρέτως. Με πυροβολούν τα μάτια - μία στο στήθος, μία στο κεφάλι· δε με αφήνουν να ανασάνω. Τα βλέπω παντού να γυρνούν γύρω μου και να με εξετάζουν - λες και είμαι ένα ακόμη ιατρικό πείραμα που πρόκειται σύντομα να αποτύχει. Κι εσύ (;) Δε μιλάς πια· ούτε μπορείς να με ακούσεις. Το βλέμμα σου χάθηκε - βυθίστηκε. Με άφησε να μάχομαι με άλλα - παλλόμενα - βλέμματα, που δε παύουν να με χτυπούν. Ύστερα θα ζητήσεις να μη σταματήσω να τα κοιτώ, να τα εξετάζω κι εγώ - όπως κάνουν κι αυτά. Όμως, αλήθεια, κουράστηκα να εξετάζω· κουρ...

Ατενίζοντας τα όνειρα (μας)

Νομίζουμε πως είμαστε Θεοί, όμως ξεχνάμε την ανθρώπινη υπόστασή μας. Βαπτίζουμε τους εαυτούς μας ισχυρούς και σπαταλάμε τις δυνάμεις μας, διότι νομίζουμε ότι με αυτόν τον τρόπο προοδεύουμε. Ύστερα, ο απώτερος σκοπός μας είναι να επικρατήσουμε. Ανάμεσα σε ποιους όμως; Μιλάμε , μιλάμε, μιλάμε... Κουραζόμαστε και σταματάμε. Κι ύστερα μιλάμε ξανά. Έχω κουραστεί να μιλάω. Έχω κουραστεί να ακούω. Όμως, κυρίως, έχω κουραστεί να διαλύω τις καλύτερες μέρες. Μακάρι να μην είχα σπάσει εκείνες τις μέρες, εκείνες τις ιδέες, εκείνα τα όνειρα (σου). Περιμένω τώρα να ακούσω ξανά μερικές από εκείνες τις ιδέες, να δω τις όμορφες μέρες και να ατενίζουμε τα όνειρα (μας). Κι αυτή τη φορά - στο υπόσχομαι - δε θα τα σπάσω... Από τον Θάνο Κουλουβάκη 

Καληνύχτα γιαγιά...

Τη μέρα εκείνη έλιαζε· ένδειξη ότι το καλοκαίρι δεν είχε τελειώσει ακόμα. Ήταν Σεπτέμβρης - ο μήνας που γεννήθηκα - και είχα πάει για μπάνιο στη θάλασσα. Τα πάντα γύρω μου ήταν όμορφα και γυάλιζαν κάτω από το φως του καλοκαιρινού ήλιου. Στάθηκα και κοίταξα τη θάλασσα· ήταν γοητευτική μα εξέπεμπε μια πρωτόγνωρη μελαγχολία. Σταδιακά η μέρα έφευγε και το σκοτάδι έπεφτε. Ο αέρας μύριζε σαγηνευτικά λόγω του αρώματος των νυχτολούλουδων που κυριαρχούσαν στο επαρχιακό τοπίο.  Το τηλέφωνο χτύπησε· με ενημέρωσαν ότι έπρεπε να αποχωρήσω γρήγορα. Δεν κατάλαβα αμέσως τι είχε συμβεί. Η ηρεμία της μέρας, που είχε πλέον φύγει, δε μου επέτρεπε να ξεφύγω. Μα εκείνη τα κατάφερε· ξέφυγε ήρεμα - σ' ένα νοσοκομειακό κρεβάτι.  Κοιμήθηκε στην αγκαλιά του πριν πει το τελευταίο της «αντίο». Εκείνος τρόμαξε και δεν πρόλαβε να την αποχαιρετήσει πριν φύγει. Ήταν, όμως, εκεί να την παρηγορεί και να εξαλείφει το φόβο για το άγνωστο που παραμόνευε στην ατμόσφαιρα. Δεν πρόλαβε να της πει ότι την σ...

Η παράξενη κοπέλα

Τη θυμάσαι εκείνη την κοπέλα; Ναι, εκείνη που φορούσε ολόκληρο το περσινό καλοκαίρι μακρυμάνικα μπλουζάκια και φούτερ.  Θυμάσαι ποιο ήταν το όνομά της; Ίσως κι εμένα να μου διέφευγε κάποιες στιγμές. Δεν το είχαμε αναφέρει, άλλωστε, αρκετές φορές για να το θυμάμαι. Θυμάσαι το περίεργο τετράδιο που κρατούσε; Αυτό που είχε πάντοτε μαζί της και ποτέ δεν την είχαμε δει χωρίς αυτό. Ξέρεις, κρατούσε σημειώσεις - την είχα δει - αλλά δεν έδωσα μεγάλη σημασία. Ήταν κάπως περίεργη, δεν αντιλέγω· όμως κι εμάς μας αποκαλούν περίεργους, μην το ξεχνάς. Ίσως για άλλους λόγους, όμως η στάμπα παραμένει πάνω μας - όπως και πάνω σ' εκείνη.  Είχαμε - δεν είχαμε ανταλλάξει μερικές κουβέντες· δε μπορώ να θυμηθώ, ειλικρινά. Θυμάμαι πάντως ότι κάποια στιγμή την είχα ρωτήσει τι έγραφε διαρκώς σ' αυτό το μικρό τετράδιο. Αλλά εκείνη απλώς χαμογέλασε και έφυγε βιαστικά. Δε μπορούσε να κρύψει τη χαρά που έλαβε αυτή μου την ερώτηση. Κάποια άλλη φορά, θυμάμαι την είχα ρωτήσει αν είναι καλά· τ...

Η ιστορία του παππού

Ήταν νέος και τα ταξίδια τον γοήτευαν. Ήθελε να ταξιδέψει σε τόσα πολλά μέρη, όμως ολόκληρη η ζωή του δεν θα έφτανε για να εκπληρώσει το όνειρό του. Κι όλα αυτά για να βρει ένα χαμένο μυστικό, για το οποίο του είχαν μιλήσει από όταν ήταν παιδί. Έψαχνε διαρκώς τι κρύβεται πίσω από τη λέξη «ευτυχία», όμως αδυνατούσε να να το ανακαλύψει. Είχε ταξιδέψει σε μέρη μακρινά, είχε συνομιλήσει με πολλούς ανθρώπους, όμως κανένας δε μπορούσε να απαντήσει στα ερωτήματά του. Η απογοήτευση και η ματαιότητα είχαν κατακλείσει το μυαλό του, ωστόσο κάτι επρόκειτο να αλλάξει... Αυτή τη φορά το ταξίδι του δεν ήταν μακρινό· θα πήγαινε να συναντήσει τον παππού του, ο οποίος έμενε σε ένα χωριό της Βόρειας Ελλάδας και είχε να τον δει παραπάνω από δέκα χρόνια. Το χιονισμένο τοπίο τον συγκλόνιζε όπως και η φύση αυτή καθ' αυτή. Έφτασε στον προορισμό του αναμένοντας την πολυπόθητη αυτή συνάντηση. Τον περίμενε ζεστός καφές και φρέσκα κουλουράκια. Ο παππούς του καθόταν δίπλα στο τζάκι όταν άνοιξε την π...

Συγγνώμη μαμά...

Δε σε πιστεύω μαμά· γιατί έλεγες πως υπάρχουν άνθρωποι που μ' αγαπούν και θα μ' αγαπούν για πάντα. Αυτούς τους ανθρώπους, ακόμα τους ψάχνω. Συνήθιζες να μου λες πως είμαι ξεχωριστός, αλλά ποτέ δε μου είπες ότι κάποιοι βαπτίζουν το «ξεχωριστό» περίεργο. Δε σε πιστεύω μαμά· γιατί οι άνθρωποι γύρω μου διαρκώς μειώνονται αντί να πληθαίνουν. Γιατί χάνονται και δε μπορώ να τους βρω - εξαφανίζονται. Έρχονται να μου δώσουν ελπίδα και μου την παίρνουν ξαφνικά - δίχως να με προετοιμάσουν. Δε σε πιστεύω μαμά· μεγάλωσα και τα όνειρά μου γκρεμίστηκαν. Πίστεψα ότι μπορούσα να αλλάξω τον κόσμο, όμως τελικά δε μπορώ να αλλάξω κανέναν. Μονάχα εφιάλτες βλέπω πια και δεν κοιμάμαι τις νύχτες. Δε σε πιστεύω μαμά· γιατί μου είπες πως πάντοτε θα υπάρχουν άνθρωποι καλοί μαζί μου. Όμως εγώ βλέπω τον καθένα να κοιτάει το συμφέρον του και να διαλύει τα πάντα στο διάβα του - χωρίς καμία απολύτως αναστολή. Συγγνώμη μαμά· δεν έγινα αυτό που ονειρευόσουν. Νιώθω μόνος και κλαίω συχνά, κατάλαβες. Κάθομ...

Κοσμογονία

Χανόμαστε συχνά· μας αποκαλούν τρελούς και μας αναγκάζουν να αλλάξουμε για χάρη του κόσμου. Ξεχνούν - αφελώς - ότι δε μας ενδιαφέρει ο κόσμος τους· αυτός που γεννήθηκε εν αγνοία μας, αυτός που χρόνια προσπαθούμε να γκρεμίσουμε. Στο βωμό της ηθικής, μας βάπτισαν ανήθικους· αυτής της ηθικής που μας υπονομεύει επειδή την έχουμε - ήδη - διαλύσει. Κουραστήκαμε με τους ηθικούς - ανήθικους και τους θάψαμε εκεί που θάψαμε τις στάχτες τις αθωότητας και των ονείρων μας. Καταστραφήκαμε μέσα από τα κάλπικα βάσανα που μας επέβαλαν και ξυπνήσαμε πιο δυνατοί και πιο γενναίοι. Πετάξαμε τα άμφια του καθωσπρεπισμού και της κάλπικης ηθικής· είμαστε έτοιμοι να δούμε καθαρά. Μη το ξεχνάς! Μας φοβούνται· γι' αυτό προσάπτουν ευθύνες σε εμάς - στα λόγια μας και στις πράξεις μας. Μα - για μία ακόμη φορά - αφελώς λησμονούν πως αυτοί μας έπλασαν. Η αγάπη και γ αξιοπιστία μας τους έπεισαν πως είχαμε συμβιβαστεί. Τώρα ξεκινάμε ξανά διότι η ελπίδα ζει και μας καθοδηγεί.  Κι αν μας λένε – που σ...