Είχε ταξιδέψει σε μέρη μακρινά, είχε συνομιλήσει με πολλούς ανθρώπους, όμως κανένας δε μπορούσε να απαντήσει στα ερωτήματά του. Η απογοήτευση και η ματαιότητα είχαν κατακλείσει το μυαλό του, ωστόσο κάτι επρόκειτο να αλλάξει...
Αυτή τη φορά το ταξίδι του δεν ήταν μακρινό· θα πήγαινε να συναντήσει τον παππού του, ο οποίος έμενε σε ένα χωριό της Βόρειας Ελλάδας και είχε να τον δει παραπάνω από δέκα χρόνια. Το χιονισμένο τοπίο τον συγκλόνιζε όπως και η φύση αυτή καθ' αυτή.
Έφτασε στον προορισμό του αναμένοντας την πολυπόθητη αυτή συνάντηση. Τον περίμενε ζεστός καφές και φρέσκα κουλουράκια. Ο παππούς του καθόταν δίπλα στο τζάκι όταν άνοιξε την πόρτα του μικρού σπιτιού κι εκείνος χώθηκε - σαν παιδί - στην αγκαλιά του.
Στο νου του ήρθαν οι ιστορίες που του έλεγε όταν ήταν μικρός· τον εντυπωσίαζαν και του προκαλούσαν δέος. Ένιωθε τόσο ασφαλής στην αγκαλιά του. Αυτή τη φορά του ζήτησε μία ιστορία σχετικά με την «ευτυχία».
«Είμαστε πολύ μικροί για να γνωρίζουμε τι είναι η ευτυχία...» του απάντησε
«...όμως έχω ακούσει μία ιστορία γι' αυτή την απροσάρμοστη κυρία»
Κι εκείνος γέλασε προς στιγμήν με τον χαρακτηρισμό που χρησιμοποίησε ο παππούς του.
Κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία...
«Ήμουν νέος όταν με είχαν στείλει στο μέτωπο· δεν το επέλεξα - να το ξέρεις - αναγκάστηκα να πάω. Τότε ήταν αναγκαίο όλοι να πολεμήσουν για την απελευθέρωση της πατρίδας. Έκανε κρύο και τα ρούχα μας ήταν παλιά, γεμάτα ψύλλους και τρύπες. Το φαγητό λιγοστό και εμείς πολλοί. Δεν κοιμόμασταν σχεδόν καθόλου τα βράδια - φοβόμασταν μήπως εισβάλλουν και μας σφάξουν όλους. Μία χειμωνιάτικη μέρα ξύπνησα στο αντίσκηνο και δε μπορούσα να κουνήσω τα πόδια μου· δεν πονούσα, όμως δε μπορούσα ούτε να περπατήσω - ούτε καν να σηκωθώ.
Έβαλα όλες μου τις δυνάμεις και άρχισα να φωνάζω. Ήρθε γρήγορα ο φίλος μου ο Αντώνης, ο μακαρίτης, και με μετέφερε στο φορείο. Τρεις ώρες δρόμος μέσα στο χιόνι για να με πάνε στον πιο κοντινό θάλαμο.
Με έγδυσαν και τα πόδια μου ήταν παγωμένα· κομμάτια πάγου ξεκολλούσαν από τις γάμπες μου.»
Η απορία του ήταν εμφανής. Δε μπορούσε να καταλάβει αν όλα αυτά είχαν κάποια σχέση με την αρχική ερώτησή του, όμως δεν ήθελε να διακόψει την κατά τα άλλα ενδιαφέρουσα ιστορία του παππού του.
«Τότε ήρθε εκείνη...» συνέχισε.
«Στα γρήγορα τύλιξε ζεστές πετσέτες γύρω από τα πόδια μου και τις άλλαζε κάθε τόσο. Μου κράτησε παρέα πενήντα εννιά βράδια και μου έφερνε από κανένα τσιγάρο στα κλεφτά. Δε θα πω το όνομά της, παιδί μου. Δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει που ήταν εκεί όταν κανένας άλλος δεν ήταν. Τη γιαγιά σου δεν την είχα γνωρίσει ακόμα κι ούτε περίμενα ότι θα τη γνώριζα ποτέ.
Αυτός ο άγγελος με φρόντισε κοντά δύο μήνες κι ύστερα ήμουν έτοιμος να φύγω. Είχε αποκατασταθεί η υγεία μου και έπρεπε να επιστρέψω στο μέτωπο. Μέσα μου, όμως, δεν ήθελα να φύγω· δεν ήθελα να την εγκαταλείψω - όπως δε με εγκατέλειψε κι εκείνη.
Τη ρώτησα γιατί κάθισε μαζί μου μονάχα όλο αυτό τον καιρό, όμως δε μου απάντησε. Απλώς χαμογέλασε και μου έδωσε ένα φιλί. Δεν ξέρω αν λάτρευε εμένα ή τις ιστορίες μου, που τόσο πολύ λατρεύεις κι εσύ.
Τον αγάπησα αυτόν τον άγγελο, παιδί μου, δε στο κρύβω. Πιο πολύ απ' ότι αγάπησα οποιαδήποτε άλλη γυναίκα στη ζωή μου. Ο πόνος στα πόδια μου - μαγικά - γιατρευόταν κι ένιωθα ελεύθερος όταν με άκουγε και χάιδευε τους ώμους μου. Ξεχνούσα τον πόλεμο και τις κακουχίες που είχα υποστεί.»
«Παππού...» τον διέκοψα «...δε βλέπω τίποτα ευχάριστο σε όλη αυτήν την ιστορία.»
Γέλασε και τον ακούμπησε ήρεμα στην πλάτη.
«Όταν έπρεπε να φύγω από το θάλαμο, της υποσχέθηκα ότι θα την κάνω γυναίκα μου. Δεν είπα τίποτε παραπάνω· τότε είδα που είδα τα μάτια της να λάμπουν και το χαμόγελο να διαγράφεται ξανά στο πρόσωπό της. Δάκρυα χαράς κύλησαν από τα μάτια της και δεν ήταν σε θέση να μιλήσει.Ύστερα γύρισα στο μέτωπο και περίμενα τη στιγμή που θα την έβλεπα ξανά. Όλα τα παραπάνω ήταν στιγμές πραγματικής ευτυχίας, αγόρι μου.»
Τότε αυτός - αφελώς - ρώτησε...
«Γιατί δεν την παντρεύτηκες παππού; Γιατί παντρεύτηκες μία άλλη γυναίκα εν τέλει;»
«Αγόρι μου,» απάντησε «η ζωή δε φέρνει τα πράγματα όπως τα θέλουμε. Η ευτυχία δεν είναι μία κατάσταση σταθερή και δεδομένη.»
Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του· ποτάμι δακρύων που η ροή του δε σταματούσε. Τον χάιδεψε στην πλάτη συμπονετικά. Ύστερα συνέχισε...
«Πέρασαν δύο χρόνια για να την ξαναδώ· ο πόλεμος είχε μόλις τελειώσει και γινόντουσαν οι πρώτες καταμετρήσεις των νεκρών. Πήγα στον θάλαμο που την είχα συναντήσει και έλεγξα με αγωνία τις λίστες των νεκρών. Το όνομά της δεν ήταν εκεί. Έπειτα την έψαξα παντού, όμως δεν κατάφερα να τη βρω. Κάποιοι μου είπαν ότι πήγε πριν λίγες μέρες στο μέτωπο για να με βρει· τους είχε μιλήσει για μένα.
Επέστρεψα δύο μέρες μετά στο μέτωπο και την είδα· κειτόταν πάνω στο χιόνι - ήταν τόσο όμορφη. Ήταν παγωμένη όμως, αγόρι μου. Κι αυτή τη φορά εγώ δε μπορούσα να τη ζεστάνω, όπως με ζέστανε εκείνη. Τρεις σφαίρες την είχαν βρει στην πλάτη. Αγόρι μου, η ψυχή μου πάγωσε, καταλαβαίνεις; Μούδιασε το σώμα μου και ένιωσα τη ζωή μου να τελειώνει. Τελικά, δεν τέλειωσε...»
Ο παππούς σηκώθηκε και βγήκε έξω στο χιόνι. Άναψε ένα τσιγάρο και ατένιζε τα χιονισμένα βουνά. Δεν ήθελε να διακόψει την θεατρική σκηνή που αναπηδούσε μπροστά στα μάτια του. Ένιωθε τόσο μικρός μπροστά σε όλα αυτά.
Κατάλαβε, ωστόσο, τι εννοούσε ο παππούς του. Η ευτυχία ενυπάρχει στην αγάπη· αν κατακτήσεις την αγάπη, τότε έχεις βρεθεί ένα βήμα πιο κοντά στην ευτυχία.
Όμως, τι μπορείς να κάνεις όταν η ίδια η ζωή σου στερεί όλα αυτά που έχεις αγαπήσει;
Από τον Θάνο Κουλουβάκη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου