Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα αγάπη

ξέχασα να στο πω

Τ ου  Θ άνου  Κ ουλουβάκη Τότε που περπατούσαμε κοντά στα κύματα κι έπαιζα με την άμμο, ξέχασα να στο πω. Τότε που μαγειρεύαμε κι εγώ αντί να ανακατεύω τη σάλτσα παρατηρούσα το χαμόγελο σου, ξέχασα να στο πω. Τότε που πίναμε κρασί και μου έλεγες κάτι σοβαρό κι εγώ σε κοιτούσα στα μάτια με προσοχή γιατί τα μάτια σου έμοιαζαν με το πιο όμορφο μέρος του κόσμου, ξέχασα να στο πω. Τότε που κολυμπούσαμε και σ' αγκάλιασα κι εσύ με φίλησες κι εγώ ένιωσα πράγματι ελεύθερος, ξέχασα να στο πω. Τότε που πήγα για μπύρες και γύρισα όσο πιο γρήγορα μπορούσα γιατί μου έλλειψες και ήθελα να σε δω, ξέχασα να στο πω. Τότε που σε περίμενα και φοβόμουν ότι δε θα έρθεις ποτέ ξανά - παρ' όλο που ήρθες - κι έβαλα τα κλάματα πολλές φορές γιατί νόμιζα ότι με τα δάκρυα φεύγει ο πόνος, ξέχασα να στο πω. Τότε που πονούσε η καρδιά μου γιατί δεν άντεχε άλλο τη ζωή κι εσύ άπλωσες τα χέρια και με τράβηξες από το θάνατο, ξέχασα να στο πω. Τότε που σε έβγαζα φωτογραφίες και αντί να κοιτάω τη λήψη ή το φωτισμό ή

Άτιτλο.

Δεν είναι οι Δευτέρες κακές ούτε οι Κυριακές είμαστε εμείς κακοί και η ζωή μας ακατάλληλη για τέτοιες μέρες. Δεν θέλω ν' απογοητεύεσαι ο κόσμος θα φανεί σκληρός κι εσύ καμιά φορά κουτός όμως νομίζω είναι σωστό να αγαπάς τον άνθρωπο τη φύση, τη ζωή σου. Δεν θέλω να απογοητεύεσαι να κλαις και να συνθλίβεσαι είναι η γη μας σφαίρα στον κρόταφο καμιά φορά γυρίζει. Θέλω να πεις στη μάνα σου πως σ' αγαπάω πολύ κι αγαπάω κι αυτήν όσο αγαπώ εσένα. Γράφει η Σοφία Σταθάκη

Άδεια μπουκάλια

Click by James Kalligerakis Θα 'θελα απόψε να ήσουν εδώ· να χαζεύω - κάτω απ' τον έναστρο ουρανό - πως γυαλίζουν τα φεγγάρια μας και τα άδεια μας μπουκάλια. Θα 'θελα απόψε να μου κάνεις δώρο την παρουσία σου και δυο μπουκάλια κόκκινο κρασί· να λαμπυρίζουν τα χείλη σου, να γεμίζει καπνούς το σπίτι, να τρεμοσβήνουν οι λάμπες, να λερώνονται τα στόματα μας μια απ' τον έρωτα και μια απ' το κρασί. Απόψε θα 'θελα να με άκουγες λίγο περισσότερο, να με έσφιγγες λίγο περισσότερο, να μου επέτρεπες - έστω και για λίγο - να ακούσω την καρδιά σου. Γι' απόψε μου φτάνει· κι ας ξέρω πως το μόνο που θα μου μείνει είναι η μυρωδιά απ' τα αποτσίγαρα και οι αναμνήσεις μου που πνίγονται μέσα στα άδεια μας μπουκάλια. Γράφει ο Θάνος Κουλουβάκης

Εγώ σε αποκαλώ βροχή

Πέφτει η βροχή· θυμίζει δάκρυ κι ας μου 'λεγες πως σε τρομάζει κι ας σ' έλουζε το άδειο σκοτάδι γνώριζες πως τη λαχταρώ. Την ακούω κάθε βράδυ· συντροφιά μου, μόνη αγάπη. Την κοιτώ τώρα σου μοιάζει (!) είναι εδώ. Μάλλον με ζάλισε η μέθη, σ' έχασα μέσα στη βροχή· βροχή ακόμα σ' αγαπώ μη φύγεις θύμισε το δάκρυ. Από τον Θάνο Κουλουβάκη

(κάτι) φταίει

Φταίει η ώρα του αποχωρισμού, το στερνό αντίο, τα τρία τελευταία δάκρυα, εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα. Ίσως φταίει η παρουσία σου, τα μάτια σου, τα αποξηραμένα λουλούδια μας κι η μυρωδιά σου. Φταίει ο ουρανός, το φως, οι φωνές, τα βιαστικά βλέμματα. Ίσως φταίω εγώ• το μυαλό μου, το κορμί μου, το μέσα μου - που δε σταματά να βουλιάζει. Άραγε εσύ φταις; Ποτέ! Ούτε για την απουσία σου δε θα τολμούσα να πω ότι ευθύνεσαι. Γράφει ο Θάνος Κουλουβάκης 

Teruel

Πως μου αρέσει έργα τέχνης να κοιτάζω... το βλέμμα σου, σαν την Έναστρη Νύχτα - δύο μάτια καστανά, ολόλαμπρα, σαν άγουρα μύγδαλα να στροβιλίζονται στον άψυχο ουρανό μου. Και Αγάπη από Απόσταση· το πρόσωπο σου αρμονικό, να ξεπροβάλλει από μία αλλόκοτη διάσταση. Τα φρύδια σου τα παχιά, τα τόξα τα καλοσχηματισμένα και τα σαρκώδη χείλη σου, στο παρελθόν ραμμένα. Το πρόσωπο μου να χαϊδεύουν οι τούφες σου εκείνες οι ολόισιες μελαχρινές και ολοένα να με γαργαλάνε στο λαιμό... σαν Εραστές, τυλιγμένα τα πρόσωπα μας με λευκά πανιά - εγώ φιλώ το δικό σου κι εσύ το δικό μου - και τα πανιά να νιώθουν περισσότερο από εμάς, αφού εμείς στεκόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλον νεκροί. Και μας κοιτούν οι περαστικοί δείχνοντας μας με το χέρι, επιμένοντας «Αυτοί δεν είναι ένα ζευγάρι». Γράφει η Ρένια Τσάπρα (Βρείτε την Ρένια στο Instagram και στο GoodReads )

Το πρόσταγμα της μοίρας

Είναι μεγάλη πια και τα πόδια της δεν μπορούν να την βαστήξουν σαν πρώτα. Είναι πονεμένα και το πέρασμα του χρόνου έχει αφήσει ανεξίτηλα πια τα σημάδια του. Θα είναι τώρα 85 ίσως και παραπάνω, μα παρά τον πόνο των άκρων της ο χρόνος στην όψη του προσώπου της, της φέρθηκε με γλύκα και αγάπη. Το δέρμα της λευκό, σχεδόν διάφανο. Τα μάτια της θυμίζουν τα γαλαζοπράσινα κρυσταλλένια νερά του Ιονίου. Είναι ένα αλλιώτικο χρώμα που σε καθηλώνει και σε κάνει να ταξιδεύεις μέσα στα βάθη της ψυχής της. Τα μαλλιά της μακριά και κατάλευκα. Από μικρή είχε αποφασίσει να μην τα βάψει ποτέ από τότε που θα εμφανιζόταν ο πρώτος μικρός δαίμονας του χρόνου. Κι έτσι έκανε. Της ταίριαζαν ακόμα και όταν ήταν πιο νέα. Την έκανε να μοιάζει με Νηρηίδα που ταξιδεύει πάνω στο λευκό και ήρεμο αφρό της θάλασσας. Περπατά στον μακρύ και κρύο διάδρομο του παλιού σπιτιού της, το μόνο περιουσιακό στοιχείο που απέκτησε ποτέ. Όχι γιατί δεν πέρασαν χρήματα από τα χέρια της, αλλά γιατί ήταν το μόνο πράγμα που ήθελ

Εκείνη (και) Εκείνος

Ένιωθε τα δάχτυλά της βρεγμένα · το θαλασσινό νερό γέμιζε με αλάτι το δέρμα της και παρέσυρε τη θλίψη και τα αρνητικά συναισθήματα. Η φύση την ηρεμούσε και ένιωθε το βουνό στην απέναντι όχθη της θάλασσας να της κρατάει συντροφιά. Οι χιονισμένες  του κορφές υψώνονταν και εξέπεμπαν νηνεμία. Άνοιξε τα μάτια της - όντας ξαπλωμένη - και κοίταξε τον ουρανό. Τα μικρά, λευκά, σύννεφα  φάνταζαν σαν μικρά προβατάκια που τη συντρόφευαν στην ονειροπόλησή της.  Σκέφτηκε πόσο πολύ θα ήθελε να ήταν εκείνος μαζί της · έκλεισε τα μάτια και τον φαντάστηκε να αγγίζει τα ακροδάχτυλά της, να αγκαλιάζει το σώμα της και να ψιθυρίζει λόγια όμορφα. Της άρεσε τόσο να τον σκέφτεται όταν ήταν ήρεμη - διότι μονάχα αυτή της την εικόνα ήθελε να του επιτρέψει να δει.  Εκείνος ζούσε μακριά, όμως την απόσταση που τους χώριζε δεν την είχε επιλέξει - την ανεχόταν. Εκεί που ζούσε έβρεχε· οι σταγόνες της βροχής γέμιζαν το πρόσωπό του ενώ την σκεφτόταν. Τα δάκρυά του μπλέχτηκαν με τη βροχή που έπαιρνε κάθε φορά

Η αγκαλιά της λήθης

Ένα κρεβάτι, μια ζεστή κουβέρτα. Βροχή να χτυπάει στο παράθυρο του μικρού μας οριοθετημένου σε 30 τ.μ. παραδείσου. Δυο ζεστές κούπες, καφέ και τσάι. Εμείς· αγκαλιά σε ένα κρεβάτι να μιλάμε για τα όνειρα μας και τις εμπειρίες μας. Λόγια και συναισθήματα περικυκλώνουν τη γλυκιά και παραμυθένια ατμόσφαιρα που χτίσαμε για εμάς. Εκεί μέσα χαθήκαμε και βρεθήκαμε με τόσο μοναδικό τρόπο, έναν τρόπο τόσο δικό μας. Στο βάθος η μικρή βιβλιοθήκη μας αγκαλιασμένη με τα πολύχρωμα χριστουγεννιάτικα φωτάκια που σου έφερα δώρο, αφού γνώριζα πόσο πολύ σου αρέσουν. Πολύχρωμα όπως οι ζωές μας. Κόκκινα, πορτοκαλί, μπλε, πράσινο. Κόκκινο, όπως η αγάπη και η ενότητα που με έκανες να νιώσω από την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα, ακόμα και αν δεν σε γνώριζα τόσο καλά. Πορτοκαλί όπως η χαρά και η ευτυχία, αισθήματα πολύ καιρό ναρκωμένα μέσα μου, τα οποία κατάφερες να ξυπνήσεις. Μπλε όπως η καθαρή ψυχή σου, αυτήν που δεν έκρυψες από εμένα γιατί ήξερες πως δεν θα την εκμεταλλευτώ ποτέ. Πράσινο, οι ελπίδες, η

Η ιστορία του παππού

Ήταν νέος και τα ταξίδια τον γοήτευαν. Ήθελε να ταξιδέψει σε τόσα πολλά μέρη, όμως ολόκληρη η ζωή του δεν θα έφτανε για να εκπληρώσει το όνειρό του. Κι όλα αυτά για να βρει ένα χαμένο μυστικό, για το οποίο του είχαν μιλήσει από όταν ήταν παιδί. Έψαχνε διαρκώς τι κρύβεται πίσω από τη λέξη «ευτυχία», όμως αδυνατούσε να να το ανακαλύψει. Είχε ταξιδέψει σε μέρη μακρινά, είχε συνομιλήσει με πολλούς ανθρώπους, όμως κανένας δε μπορούσε να απαντήσει στα ερωτήματά του. Η απογοήτευση και η ματαιότητα είχαν κατακλείσει το μυαλό του, ωστόσο κάτι επρόκειτο να αλλάξει... Αυτή τη φορά το ταξίδι του δεν ήταν μακρινό· θα πήγαινε να συναντήσει τον παππού του, ο οποίος έμενε σε ένα χωριό της Βόρειας Ελλάδας και είχε να τον δει παραπάνω από δέκα χρόνια. Το χιονισμένο τοπίο τον συγκλόνιζε όπως και η φύση αυτή καθ' αυτή. Έφτασε στον προορισμό του αναμένοντας την πολυπόθητη αυτή συνάντηση. Τον περίμενε ζεστός καφές και φρέσκα κουλουράκια. Ο παππούς του καθόταν δίπλα στο τζάκι όταν άνοιξε την π