Σκέφτηκε πόσο πολύ θα ήθελε να ήταν εκείνος μαζί της· έκλεισε τα μάτια και τον φαντάστηκε να αγγίζει τα ακροδάχτυλά της, να αγκαλιάζει το σώμα της και να ψιθυρίζει λόγια όμορφα. Της άρεσε τόσο να τον σκέφτεται όταν ήταν ήρεμη - διότι μονάχα αυτή της την εικόνα ήθελε να του επιτρέψει να δει.
Εκείνος ζούσε μακριά, όμως την απόσταση που τους χώριζε δεν την είχε επιλέξει - την ανεχόταν. Εκεί που ζούσε έβρεχε· οι σταγόνες της βροχής γέμιζαν το πρόσωπό του ενώ την σκεφτόταν. Τα δάκρυά του μπλέχτηκαν με τη βροχή που έπαιρνε κάθε φορά μαζί της τον πόνο. Έτσι μονάχα άντεχε να κυλούν οι μέρες μακρυά της. Σκεφτόταν τις στιγμές που περνούσαν μαζί και ονειρευόταν πότε θα τις ζούσε ξανά - μία προς μία.
Ένα ζευγαράκι καθόταν στο παγκάκι του πάρκου - κάτω από ένα ξύλινο υπόστεγο. Προστατευόταν από τη βροχή· εκείνος, όμως, δεν είχε τίποτε να προστατεύσει· της επέτρεπε να τον απογυμνώσει και να τον κάνει δικό της.
Εκείνη ένιωθε τα δάχτυλά της βρεγμένα ενώ τα δάκρυά του έσταζαν.
Γράφει ο Θάνος Κουλουβάκης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου