Είναι μεγάλη
πια και τα πόδια της δεν μπορούν να την
βαστήξουν σαν πρώτα. Είναι πονεμένα και
το πέρασμα του χρόνου έχει αφήσει
ανεξίτηλα πια τα σημάδια του. Θα είναι
τώρα 85 ίσως και παραπάνω, μα παρά τον
πόνο των άκρων της ο χρόνος στην όψη του
προσώπου της, της φέρθηκε με γλύκα και
αγάπη. Το δέρμα της λευκό, σχεδόν διάφανο.
Τα μάτια της θυμίζουν τα γαλαζοπράσινα
κρυσταλλένια νερά του Ιονίου. Είναι ένα
αλλιώτικο χρώμα που σε καθηλώνει και
σε κάνει να ταξιδεύεις μέσα στα βάθη
της ψυχής της. Τα μαλλιά της μακριά και
κατάλευκα. Από μικρή είχε αποφασίσει
να μην τα βάψει ποτέ από τότε που θα
εμφανιζόταν ο πρώτος μικρός δαίμονας
του χρόνου. Κι έτσι έκανε. Της
ταίριαζαν ακόμα και όταν ήταν πιο νέα.
Την έκανε να μοιάζει με Νηρηίδα που
ταξιδεύει πάνω στο λευκό και ήρεμο
αφρό της θάλασσας.
Περπατά στον
μακρύ και κρύο διάδρομο του παλιού
σπιτιού της, το μόνο περιουσιακό στοιχείο
που απέκτησε ποτέ. Όχι γιατί δεν πέρασαν
χρήματα από τα χέρια της, αλλά γιατί
ήταν το μόνο πράγμα που ήθελε με τόση
λαχτάρα να αποκτήσει. Ένα σπίτι δικό
της και μόνο, έτοιμο να γεμίσει με τις
δικές της αναμνήσεις, αυτές που εκείνη
θα δημιουργήσει μαζί με φίλους, συντρόφους,
συγγενείς. Ο διάδρομος είναι γεμάτος
με πίνακες μεγάλους και μικρούς. Οι
κορνίζες τους βαριές, το πανί του καμβά
πολυκαιρισμένο. Εκείνη συνεχίζει να
περπατά προς το τέλος του διαδρόμου
αντικρίζοντας τη βαριά, σκαλισμένη στο
χέρι πόρτα με τα ζωηρά λουλούδια. Με όση
δύναμη της έχει απομείνει σπρώχνει την
πόρτα και σιγά σιγά ξεπροβάλουν οι
δεσμίδες φωτός μέσα από το μεγάλο
παράθυρο του δωματίου.
Το δωμάτιο
αυτό ήταν το ησυχαστήριο της από τότε
που αγόρασε το σπίτι. Το ονειρευόταν
από μικρή. Ένα χώρο δικό της και μόνο
για να ηρεμεί το πνεύμα της και να
ελευθερώνει το μεράκι της ψυχής της, το
πινέλο. Το παράθυρο εκτίνεται από τη μία μεριά του τοίχου ως την άλλην,
χαρίζοντας της μια ονειρική θέα. Δεν
θέλησε ποτέ να βάλει κουρτίνες σε αυτό
το παράθυρο. Θεωρούσε ότι θα σκίαζε την
ομορφιά της θάλασσας και του γκρεμού
που εκτινόταν κάτω και πέρα από εκείνη.
Εκεί άφηνε ελεύθερα τα χέρια της να
ζωγραφίζουν χωρίς περιορισμούς το
αντικείμενο της έμπνευσής της. Ο
πραγματικός χρόνος σταματούσε και
εκείνη εισαγόταν σε μια δική της διάσταση
που όλα είχαν γεννηθεί για να ζωγραφιστούν
από τα δάχτυλά της. Κάθε πόνος του κόσμου,
του κορμιού της διαγραφόταν και αποκτούσε
μια αιώνια νεότητα που προσπαθούσε με
τον τρόπο της να τον αποτυπώσει πάνω
στον καμβά. Το πινέλο ήταν ο καλύτερος
της φίλος και ταυτόχρονα εχθρός. Ήταν
αυτό που της προσέφερε γαλήνη τα βράδια
του πόνου και της μοναξιάς μα και αυτό
που της θύμιζε όσα έχασε, όσα δεν έζησε
στη ζωή της - ανθρώπους, ευκαιρίες.
Αρχίζει να
θυμάται τα νιάτα της τότε που ήταν η
χαρά της ζωής. Τα μικρά και λευκά της
πέλματα χόρευαν στο γρασίδι του σπιτιού
της. Της άρεσε να χορεύει στον ήχο της
μουσικής του μυαλού της, μια μουσική
ξέγνοιαστη και χαρούμενη ακόμα και όταν
οι συνθήκες δεν ήταν ιδανικές. Όμοια με
νύμφη πλατσούριζε στο ρυάκι που περνούσε
λίγο πιο πέρα από το χαμηλό σπιτάκι της
οικογένειάς της. Ήταν το αγαπημένο της
μέρος για το καλοκαίρι που να την κάνει
να νιώθει τόσο ελεύθερη.
Μα τα χρόνια
πέρασαν και εκείνη μεγάλωσε, η παιδική
αθωότητα σιγά σιγά έσβησε και την θέση
της πήρε η ωριμότητα μιας ενήλικης
γυναίκας. Η ωριμότητα του καμπυλωτού
και σφιχτού σώματος, δείγμα νεότητας
και χάρισμα της φύσης θα μπορούσε να
πει κανείς. Υπήρξε δείγμα θεϊκής
παρέμβασης η ομορφιά της. Όλοι οι νέοι
που την γνώριζαν τους μάγευε με την
ομορφιά και την ευγένεια της ενώ όλες
οι γυναίκες την ζήλευαν καθώς για εκείνες
αποτελούσε απειλή.
Μα εκείνη
ευγενικά απέρριπτε τον κάθε νεαρό που
την πλησίαζε με ιερό σχεδόν τρόπο. Δεν
ήταν ότι θεωρούσε τον εαυτό της αυθεντία,
μα τον άνθρωπο της ήθελε να τον ζητάει
μέχρι και το μεδούλι από το κόκκαλο της.
Ήθελε να τρέμει η ψυχή της από το πάθος
που θα ένιωθε για εκείνον.
Ήταν μουντή
η μέρα τότε στην Αθήνα. Παράξενο για
καλοκαίρι. Εκείνη ήταν καθισμένη σε ένα
γραφικό μικρό καφενεδάκι ριγμένη μέσα
στα βιβλία και τις σημειώσεις της. Ο
καφές της ήταν γεμάτος και είχε κρυώσει
καθώς είχε απορροφηθεί στα λόγια του
Freud. Το μαγαζάκι ήταν
γεμάτο μα ο κόσμος δεν έκανε πολύ φασαρία
παραδόξως πράγμα που την βοηθούσε να
κατανοήσει περισσότερο τα νοήματα όσων
διάβαζε. Ξαφνικά ένιωσε μια ταραχή στο
μικρό τραπεζάκι και ανασήκωσε τα μάτια
της για να δει τι συμβαίνει. Ένας νεαρός
καθόταν στο τραπέζι της και την κοιτούσε
επίμονα μέσα στην ψυχή της. Ξαφνιάστηκε,
πετάχτηκε προς τα πίσω.
-Τι θέλεις
εδώ;
- ξάφνου μέσα στην τρομάρα της ήταν
σαν να έχασε την ευγένεια που την
χαρακτήριζε.
-Συστηθείτε
μου πρώτα και μετά θα σας εξηγήσω τι
κάνω εδώ.
Πολύ θράσος
σκέφτηκε εκείνη έχει. Πρώτα με τρομάζει κι ύστερα θέλει να του συστηθώ κιόλας.
-Νεφέλη
αποκρίθηκε εκείνη με ήρεμη φωνή.
Εκείνη ήταν
η μοιραία συνάντηση της ζωής της. Η
συνάντηση που θα την σημάδευε στην ψυχή
της ανεξίτηλα. Από την στιγμή της
γνωριμίας τους ήταν αχώριστοι. Όλα τα
έκαναν μαζί και φαινόταν σαν να μην
μπορούσε να τους χωρίσει κανείς, ούτε
καν η ίδια η μοίρα. Η ζωή τους είχε ενωθεί
και φαινόταν να το απολαμβάνουν πλήρως.
Δεν έμελε
όμως να τους χωρίσει η μοίρα μα κάποιος
άλλος. Καθώς γυρνούσε κάποια ηλιόλουστη
μέρα από την δουλειά του , κάποιος τον
ακολούθησε. Και καθώς εκείνος μπήκε σε
ένα στενάκι απομονωμένο για να κατευθυνθεί
προς το σπίτι τους ακούστηκε ένας κρότος
και αμέσως μετά μια κραυγή. Εκείνος
κείτεται στο νωπό έδαφος. Ο χαρτοφύλακας
του ανοιγμένος σκισμένος και το πορτοφόλι
του άδειο. Το μόνο που είχε μείνει ήταν
το τηλέφωνο του σπιτιού τους.
-Γεια σας, η
κυρία Παύλου;
-Η ίδια.
Παρακαλώ, ποιος είναι;
Οι φωνές
πάγωσαν. Ο κόσμος χάθηκε. Τα πουλιά και
τα αυτοκίνητα σιώπησαν. Δεν μπορεί να
συνέβη κάτι τέτοιο. Ένιωσε την ανάσα
και την καρδιά της να σταματούν ακαριαία.
Όλα νέκρωσαν σαν το σώμα του αγαπημένου
της που με τα χέρια της τον έθαψε στο
χώμα.
Μετά από αυτό
όλα άλλαξαν τίποτα δεν ήταν ίδιο. Έχασε
την ζωντάνια που την χαρακτήριζε χρόνια.
Άντρες πέρασαν κι άλλοι πολλοί από τη
ζωή της μα ο έρωτας τους δεν άγγιζε
εκείνο τον θεϊκό που κάποτε είχε ζήσει
στα χέρια εκείνου. Τα χρόνια πέρασαν
και εκείνη ανάρρωνε σιγά σιγά. Μια μέρα,
σε μια εκδρομή που είχε πάει με κάποιους
φίλους της αντίκρισε το μικρό σπίτι στο
γκρεμό. Ήταν παλιό και καλοδιατηρημένο
μα εκείνη το αγάπησε με την πρώτη ματιά.
Τότε μετά από πολύ καιρό αποφάσισε να
κάνει κάτι που είχε φανταστεί να ζήσει
μαζί με εκείνον. Θα το αγόραζε εκείνο
το σπίτι και θα το έφτιαχνε όπως ακριβώς
το είχαν σχεδιάσει στο μυαλό τους μαζί
με τον αγαπημένο της που τον κουβαλούσε
πάντα σε μια φωτογραφία στην τσέπη της.
Και όλα έγιναν
όπως τα ήθελαν. Τα χρώματα, οι θέσεις
των επίπλων, ακόμα και τα ίδια τα έπιπλα.
Το καλύτερο όμως ήταν το εργαστήριο της
Νεφέλης που το είχε σχεδιάσει ειδικά
εκείνος με κάθε λεπτομέρεια σε ένα χαρτί
που κάποτε είχαν κολλημένο στο ψυγείο
τους για να τους θυμίζει τα όνειρά τους.
Όλα ήταν
τέλεια, όλα ήταν πλήρεις το μόνο που
έλειπε ήταν εκείνος. Εκείνος και το
πάθος του για ζωή.
Αυτά θυμόταν
κάθε φορά που αντίκριζε αυτή την υπέροχη
πλασμένη από την φύση εικόνα. Κατάφερε
να ζήσει τόσα χρόνια δίχως εκείνον. Μα
κάθε μέρα ήταν αγώνας. Τον αγάπησε πολύ
και δεν θέλησε ποτέ να τον ξεχάσει. Τώρα
περάσαν όμως τα χρόνια και εκείνη έμεινε
μόνη. Δεν ήξερε ότι η μοναξιά θα ήταν
τόσο βαριά, τόσο αβάστακτη. Πίστευε πως
μόνο αν έμενε μόνη θα κατάφερνε να
κρατήσει ζωντανή τη μνήμη του. Μα τώρα
μαραζώνει η ψυχή της και βαραίνουν τα
μάτια της.
Νύχτωσε
κιόλας. Τι όμορφη νύχτα λαμπερή. Αποφασίζει
να ξαπλώσει στο ανάκλιντρο που βρισκόταν
μπροστά από τη μεγάλη τζαμαρία. Ο
ύπνος την πήρε γλυκά, αβίαστα. Τ α όνειρα
της ήταν τα πιο όμορφα και γαλήνια που
είχε δει εδώ και χρόνια. Η νύχτα περνά
σιγά σιγά και ο ήλιος ξεπροβάλλει στον
ορίζοντα βρίσκοντας την με χαραγμένο
ένα χαμόγελο ευτυχίας στο πρόσωπο της.
Εκείνη η νύχτα πήρε από τη ζωή της
κάθε πόνο και θλίψη. Για εκείνη δεν θα
ξαναξημέρωνε μα ίσως καλύτερα για
εκείνη. Ήταν καιρός να γαληνέψει η ψυχή
της και να βρει όσα της έλειψαν από την
γη των ζωντανών.
Γράφει η Κατερίνα Σαμαρά
Απλά υπέροχο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΥ π έ ρ ο χ ο. Το διάβασα με μια ανάσα!
ΑπάντησηΔιαγραφή