Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το πρόσταγμα της μοίρας



Είναι μεγάλη πια και τα πόδια της δεν μπορούν να την βαστήξουν σαν πρώτα. Είναι πονεμένα και το πέρασμα του χρόνου έχει αφήσει ανεξίτηλα πια τα σημάδια του. Θα είναι τώρα 85 ίσως και παραπάνω, μα παρά τον πόνο των άκρων της ο χρόνος στην όψη του προσώπου της, της φέρθηκε με γλύκα και αγάπη. Το δέρμα της λευκό, σχεδόν διάφανο. Τα μάτια της θυμίζουν τα γαλαζοπράσινα κρυσταλλένια νερά του Ιονίου. Είναι ένα αλλιώτικο χρώμα που σε καθηλώνει και σε κάνει να ταξιδεύεις μέσα στα βάθη της ψυχής της. Τα μαλλιά της μακριά και κατάλευκα. Από μικρή είχε αποφασίσει να μην τα βάψει ποτέ από τότε που θα εμφανιζόταν ο πρώτος μικρός δαίμονας του χρόνου. Κι έτσι έκανε. Της ταίριαζαν ακόμα και όταν ήταν πιο νέα. Την έκανε να μοιάζει με Νηρηίδα που ταξιδεύει πάνω στο λευκό και ήρεμο αφρό της θάλασσας.

Περπατά στον μακρύ και κρύο διάδρομο του παλιού σπιτιού της, το μόνο περιουσιακό στοιχείο που απέκτησε ποτέ. Όχι γιατί δεν πέρασαν χρήματα από τα χέρια της, αλλά γιατί ήταν το μόνο πράγμα που ήθελε με τόση λαχτάρα να αποκτήσει. Ένα σπίτι δικό της και μόνο, έτοιμο να γεμίσει με τις δικές της αναμνήσεις, αυτές που εκείνη θα δημιουργήσει μαζί με φίλους, συντρόφους, συγγενείς. Ο διάδρομος είναι γεμάτος με πίνακες μεγάλους και μικρούς. Οι κορνίζες τους βαριές, το πανί του καμβά πολυκαιρισμένο. Εκείνη συνεχίζει να περπατά προς το τέλος του διαδρόμου αντικρίζοντας τη βαριά, σκαλισμένη στο χέρι πόρτα με τα ζωηρά λουλούδια. Με όση δύναμη της έχει απομείνει σπρώχνει την πόρτα και σιγά σιγά ξεπροβάλουν οι δεσμίδες φωτός μέσα από το μεγάλο παράθυρο του δωματίου.

Το δωμάτιο αυτό ήταν το ησυχαστήριο της από τότε που αγόρασε το σπίτι. Το ονειρευόταν από μικρή. Ένα χώρο δικό της και μόνο για να ηρεμεί το πνεύμα της και να ελευθερώνει το μεράκι της ψυχής της, το πινέλο. Το παράθυρο εκτίνεται από τη μία μεριά του τοίχου ως την άλλην, χαρίζοντας της μια ονειρική θέα. Δεν θέλησε ποτέ να βάλει κουρτίνες σε αυτό το παράθυρο. Θεωρούσε ότι θα σκίαζε την ομορφιά της θάλασσας και του γκρεμού που εκτινόταν κάτω και πέρα από εκείνη. Εκεί άφηνε ελεύθερα τα χέρια της να ζωγραφίζουν χωρίς περιορισμούς το αντικείμενο της έμπνευσής της. Ο πραγματικός χρόνος σταματούσε και εκείνη εισαγόταν σε μια δική της διάσταση που όλα είχαν γεννηθεί για να ζωγραφιστούν από τα δάχτυλά της. Κάθε πόνος του κόσμου, του κορμιού της διαγραφόταν και αποκτούσε μια αιώνια νεότητα που προσπαθούσε με τον τρόπο της να τον αποτυπώσει πάνω στον καμβά. Το πινέλο ήταν ο καλύτερος της φίλος και ταυτόχρονα εχθρός. Ήταν αυτό που της προσέφερε γαλήνη τα βράδια του πόνου και της μοναξιάς μα και αυτό που της θύμιζε όσα έχασε, όσα δεν έζησε στη ζωή της - ανθρώπους, ευκαιρίες.

Αρχίζει να θυμάται τα νιάτα της τότε που ήταν η χαρά της ζωής. Τα μικρά και λευκά της πέλματα χόρευαν στο γρασίδι του σπιτιού της. Της άρεσε να χορεύει στον ήχο της μουσικής του μυαλού της, μια μουσική ξέγνοιαστη και χαρούμενη ακόμα και όταν οι συνθήκες δεν ήταν ιδανικές. Όμοια με νύμφη πλατσούριζε στο ρυάκι που περνούσε λίγο πιο πέρα από το χαμηλό σπιτάκι της οικογένειάς της. Ήταν το αγαπημένο της μέρος για το καλοκαίρι που να την κάνει να νιώθει τόσο ελεύθερη.
Μα τα χρόνια πέρασαν και εκείνη μεγάλωσε, η παιδική αθωότητα σιγά σιγά έσβησε και την θέση της πήρε η ωριμότητα μιας ενήλικης γυναίκας. Η ωριμότητα του καμπυλωτού και σφιχτού σώματος, δείγμα νεότητας και χάρισμα της φύσης θα μπορούσε να πει κανείς. Υπήρξε δείγμα θεϊκής παρέμβασης η ομορφιά της. Όλοι οι νέοι που την γνώριζαν τους μάγευε με την ομορφιά και την ευγένεια της ενώ όλες οι γυναίκες την ζήλευαν καθώς για εκείνες αποτελούσε απειλή.
Μα εκείνη ευγενικά απέρριπτε τον κάθε νεαρό που την πλησίαζε με ιερό σχεδόν τρόπο. Δεν ήταν ότι θεωρούσε τον εαυτό της αυθεντία, μα τον άνθρωπο της ήθελε να τον ζητάει μέχρι και το μεδούλι από το κόκκαλο της. Ήθελε να τρέμει η ψυχή της από το πάθος που θα ένιωθε για εκείνον.

Ήταν μουντή η μέρα τότε στην Αθήνα. Παράξενο για καλοκαίρι. Εκείνη ήταν καθισμένη σε ένα γραφικό μικρό καφενεδάκι ριγμένη μέσα στα βιβλία και τις σημειώσεις της. Ο καφές της ήταν γεμάτος και είχε κρυώσει καθώς είχε απορροφηθεί στα λόγια του Freud. Το μαγαζάκι ήταν γεμάτο μα ο κόσμος δεν έκανε πολύ φασαρία παραδόξως πράγμα που την βοηθούσε να κατανοήσει περισσότερο τα νοήματα όσων διάβαζε. Ξαφνικά ένιωσε μια ταραχή στο μικρό τραπεζάκι και ανασήκωσε τα μάτια της για να δει τι συμβαίνει. Ένας νεαρός καθόταν στο τραπέζι της και την κοιτούσε επίμονα μέσα στην ψυχή της. Ξαφνιάστηκε, πετάχτηκε προς τα πίσω.
-Τι θέλεις εδώ; 
- ξάφνου μέσα στην τρομάρα της ήταν σαν να έχασε την ευγένεια που την χαρακτήριζε.
-Συστηθείτε μου πρώτα και μετά θα σας εξηγήσω τι κάνω εδώ.
Πολύ θράσος σκέφτηκε εκείνη έχει. Πρώτα με τρομάζει κι ύστερα θέλει να του συστηθώ κιόλας.
-Νεφέλη αποκρίθηκε εκείνη με ήρεμη φωνή.
Εκείνη ήταν η μοιραία συνάντηση της ζωής της. Η συνάντηση που θα την σημάδευε στην ψυχή της ανεξίτηλα. Από την στιγμή της γνωριμίας τους ήταν αχώριστοι. Όλα τα έκαναν μαζί και φαινόταν σαν να μην μπορούσε να τους χωρίσει κανείς, ούτε καν η ίδια η μοίρα. Η ζωή τους είχε ενωθεί και φαινόταν να το απολαμβάνουν πλήρως.
Δεν έμελε όμως να τους χωρίσει η μοίρα μα κάποιος άλλος. Καθώς γυρνούσε κάποια ηλιόλουστη μέρα από την δουλειά του , κάποιος τον ακολούθησε. Και καθώς εκείνος μπήκε σε ένα στενάκι απομονωμένο για να κατευθυνθεί προς το σπίτι τους ακούστηκε ένας κρότος και αμέσως μετά μια κραυγή. Εκείνος κείτεται στο νωπό έδαφος. Ο χαρτοφύλακας του ανοιγμένος σκισμένος και το πορτοφόλι του άδειο. Το μόνο που είχε μείνει ήταν το τηλέφωνο του σπιτιού τους.
-Γεια σας, η κυρία Παύλου;
-Η ίδια. Παρακαλώ, ποιος είναι;
Οι φωνές πάγωσαν. Ο κόσμος χάθηκε. Τα πουλιά και τα αυτοκίνητα σιώπησαν. Δεν μπορεί να συνέβη κάτι τέτοιο. Ένιωσε την ανάσα και την καρδιά της να σταματούν ακαριαία. Όλα νέκρωσαν σαν το σώμα του αγαπημένου της που με τα χέρια της τον έθαψε στο χώμα.

Μετά από αυτό όλα άλλαξαν τίποτα δεν ήταν ίδιο. Έχασε την ζωντάνια που την χαρακτήριζε χρόνια. Άντρες πέρασαν κι άλλοι πολλοί από τη ζωή της μα ο έρωτας τους δεν άγγιζε εκείνο τον θεϊκό που κάποτε είχε ζήσει στα χέρια εκείνου. Τα χρόνια πέρασαν και εκείνη ανάρρωνε σιγά σιγά. Μια μέρα, σε μια εκδρομή που είχε πάει με κάποιους φίλους της αντίκρισε το μικρό σπίτι στο γκρεμό. Ήταν παλιό και καλοδιατηρημένο μα εκείνη το αγάπησε με την πρώτη ματιά. Τότε μετά από πολύ καιρό αποφάσισε να κάνει κάτι που είχε φανταστεί να ζήσει μαζί με εκείνον. Θα το αγόραζε εκείνο το σπίτι και θα το έφτιαχνε όπως ακριβώς το είχαν σχεδιάσει στο μυαλό τους μαζί με τον αγαπημένο της που τον κουβαλούσε πάντα σε μια φωτογραφία στην τσέπη της.

Και όλα έγιναν όπως τα ήθελαν. Τα χρώματα, οι θέσεις των επίπλων, ακόμα και τα ίδια τα έπιπλα. Το καλύτερο όμως ήταν το εργαστήριο της Νεφέλης που το είχε σχεδιάσει ειδικά εκείνος με κάθε λεπτομέρεια σε ένα χαρτί που κάποτε είχαν κολλημένο στο ψυγείο τους για να τους θυμίζει τα όνειρά τους.

Όλα ήταν τέλεια, όλα ήταν πλήρεις το μόνο που έλειπε ήταν εκείνος. Εκείνος και το πάθος του για ζωή.

Αυτά θυμόταν κάθε φορά που αντίκριζε αυτή την υπέροχη πλασμένη από την φύση εικόνα. Κατάφερε να ζήσει τόσα χρόνια δίχως εκείνον. Μα κάθε μέρα ήταν αγώνας. Τον αγάπησε πολύ και δεν θέλησε ποτέ να τον ξεχάσει. Τώρα περάσαν όμως τα χρόνια και εκείνη έμεινε μόνη. Δεν ήξερε ότι η μοναξιά θα ήταν τόσο βαριά, τόσο αβάστακτη. Πίστευε πως μόνο αν έμενε μόνη θα κατάφερνε να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη του. Μα τώρα μαραζώνει η ψυχή της και βαραίνουν τα μάτια της.

Νύχτωσε κιόλας. Τι όμορφη νύχτα λαμπερή. Αποφασίζει να ξαπλώσει στο ανάκλιντρο που βρισκόταν μπροστά από τη μεγάλη τζαμαρία. Ο ύπνος την πήρε γλυκά, αβίαστα. Τ α όνειρα της ήταν τα πιο όμορφα και γαλήνια που είχε δει εδώ και χρόνια. Η νύχτα περνά σιγά σιγά και ο ήλιος ξεπροβάλλει στον ορίζοντα βρίσκοντας την με χαραγμένο ένα χαμόγελο ευτυχίας στο πρόσωπο της. Εκείνη η νύχτα πήρε από τη ζωή της κάθε πόνο και θλίψη. Για εκείνη δεν θα ξαναξημέρωνε μα ίσως καλύτερα για εκείνη. Ήταν καιρός να γαληνέψει η ψυχή της και να βρει όσα της έλειψαν από την γη των ζωντανών.




Γράφει η Κατερίνα Σαμαρά

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Απουσία

Της Μαρίας Παπαδοπούλου Είσαι εδώ κι όμως λείπεις.  Τα χείλη σου χαμογελούν, τα μάτια σου όμως κλαίνε. Με κοιτάς αλλά δε με βλέπεις,  με ακούς χωρίς να με προσέχεις,  σε μέρος μακρινό ταξιδεύεις και εμένα δεν με θες μαζί.  Ζω με τη σκιά σου,   με αυτό που ήσουν,   με αυτό που νόμιζα ότι ήσουν,   με αυτό που ήθελα να ήσουν. Είδα τη βαλίτσα σου έξω από την πόρτα σήμερα.  Φεύγει το φάντασμα σου,  κι εγώ δεν ξέρω  τι περισσότερο με πονά· ότι δεν θα είσαι πια εδώ,  ή ότι ποτέ πραγματικά δεν ήσουν. Η αξόδευτη αγάπη με βαραίνει,  τα αν και τα γιατί στοιχειώνουν κάθε γωνιά του σπιτιού. Πάρε με μαζί σου· κι ας περπατήσουμε σε δρόμους παράλληλους,  κι ας φτάσουμε σε διαφορετικό προορισμό.  Αρκεί να ξέρω ότι η σκιά σου είναι ακόμα εκεί. *Η Μαρία Παπαδοπούλου είναι μεταφράστρια και καθηγήτρια αγγλικών. Γράφει διηγήματα στα ελληνικά και στα αγγλικά. Το βιβλίο της «Η ζωή από το τζάμι περνά» εκδόθηκε πρόσφατα από τις ...

Βιβλιοταξίδια με το « 21+1 συγγραφείς μας λένε τον καφέ»

Σε αυτό το βιβλίο κάθε ιστορία έχει 121 λέξεις και αναφέρεται στον καφέ. Ο καφές κάθε φορά είναι διαφορετικός. Αλλάζει ανάλογα με την ψυχοσύνθεσή των ηρώων· θυμίζει κάτι που έχουν ανάγκη, κάτι που τους βοηθά να συνεχίσουν να υπάρχουν, κάτι που τους βασανίζει ανελέητα. Είναι ο έρωτας, η φιλία, το όνειρο, το απωθημένο το παράπονο, ο φόβος. Όλες οι γεύσεις και τα αρώματα μπλέκονται αρμονικά και φέρνουν ένα σαγηνευτικό αποτέλεσμα. Ένα βιβλίο σύνθετο μέσα στην απλότητα του ουσιαστικό μέσα στη λιτότητα του. Βρείτε το βιβλίο εδώ. Γράφει η Μαρία Παπαδοπούλου* * Η Μαρία Παπαδοπούλου είναι μεταφράστρια και καθηγήτρια αγγλικών. Γράφει διηγήματα στα ελληνικά και στα αγγλικά. Το βιβλίο της «Η ζωή από το τζάμι περνά» εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Λέμβος και βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία Ο Πολίτης, Ιανός, Πολιτεία, Bookplus, Πατάκης, Παρημιν, Εν Αθήναις και στα ηλεκτρονικά site τους!

Ο Χρήστος Βλόντζος απαντά...

Τον Χρήστο Βλόντζο τον γνωρίσαμε μέσα από τη σελίδα του στο instagram  και οι φωτογραφίες του πραγματικά μας μάγεψαν. Όχι δεν είναι influencer, ούτε προωθεί προϊόντα· σπουδάζει Χημικός Μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και - παράλληλα - ασχολείται με τη φωτογραφία. Προσιτός, αληθινός, δημιουργικός· αυτά είναι μονάχα μερικά από τα επίθετα που δικαιωματικά αξίζει να κατέχει - α πό το λίγο που τον ξέρουμε. Είναι μόλις 22 ετών, εν τούτοις αποτυπώνει στο φακό συναισθήματα και εικόνες που ξυπνούν μνήμες και εγείρουν τη φαντασία. Ο Χρήστος, λοιπόν, απάντησε σε μερικές ερωτήσεις και οι απαντήσεις του είναι - ομολογουμένως - κάτι παραπάνω από ενδιαφέρουσες.  Η φωτογραφία είναι τέχνη ή αποτυπώνει την τέχνη; Η φωτογραφία είναι τέχνη. Αποτελεί μορφή έκφρασης· επομένως συνιστά τέχνη. Μέσω των φωτογραφιών σου αποτυπώνεις κομμάτια του εαυτού σου; Υπάρχουν εβδομάδες ολόκληρες στις οποίες δε θα αγγίξω την κάμερα. Η επιθυμία να φωτογραφίσω είναι  άρρηκτα συνδεδεμένη...

Βιβλιοταξίδια με το «Ακούω την καρδιά του παίχτη»

Το βιβλίο «Ακούω την καρδιά του παίχτη» είναι μία συλλογή διηγημάτων. Η Βίλια Χατζοπούλου σε κάθε ιστορία ακούει προσεκτικά την καρδιά του κάθε ήρωα. Ακούει αυτά που λέει, αυτά που δεν λέει, αυτά που θα ήθελε να πει· ακούει τις παύσεις, ακούει και τις σιωπές.  Αφηγείται την κάθε ιστορία απλά, λιτά, ουσιαστικά. Τραβά αργά και σταθερά κάθε μάσκα, φωτίζει διακριτικά κάθε σκοτεινή πλευρά χωρίς να κατακρίνει,χωρίς να επικρίνει, χωρίς να προσπαθεί να αλλάξει τίποτα. Αφήνει τον αναγνώστη να οδηγηθεί στα δικά του συμπεράσματα· γοητευτικό. Κάθε ήρωας είναι αγαπητός ή τουλάχιστον γοητευτικός. Είναι τέτοιο το βάθος και η ένταση των σκέψεών και των συναισθημάτων, τόσο βασανιστικός ο χορός των δαιμόνων, που δεν μπορείς παρά να συμπάσχεις. Κάθε στιγμή, κάθε λεπτό γίνεσαι ένα  με τον καθένα από αυτούς και όταν αυτοί σταματούν να σου μιλούν αναρωτιέσαι τι να απέγιναν.  Ιδιαίτερα αγάπησα το διήγημα «Το χέρι μου είναι κλειδωμένο» γιατί μου θύμισε αρκετά το υπόγειο του Ντοστογιέφσκι. Όπως...

ξέχασα να στο πω

Τ ου  Θ άνου  Κ ουλουβάκη Τότε που περπατούσαμε κοντά στα κύματα κι έπαιζα με την άμμο, ξέχασα να στο πω. Τότε που μαγειρεύαμε κι εγώ αντί να ανακατεύω τη σάλτσα παρατηρούσα το χαμόγελο σου, ξέχασα να στο πω. Τότε που πίναμε κρασί και μου έλεγες κάτι σοβαρό κι εγώ σε κοιτούσα στα μάτια με προσοχή γιατί τα μάτια σου έμοιαζαν με το πιο όμορφο μέρος του κόσμου, ξέχασα να στο πω. Τότε που κολυμπούσαμε και σ' αγκάλιασα κι εσύ με φίλησες κι εγώ ένιωσα πράγματι ελεύθερος, ξέχασα να στο πω. Τότε που πήγα για μπύρες και γύρισα όσο πιο γρήγορα μπορούσα γιατί μου έλλειψες και ήθελα να σε δω, ξέχασα να στο πω. Τότε που σε περίμενα και φοβόμουν ότι δε θα έρθεις ποτέ ξανά - παρ' όλο που ήρθες - κι έβαλα τα κλάματα πολλές φορές γιατί νόμιζα ότι με τα δάκρυα φεύγει ο πόνος, ξέχασα να στο πω. Τότε που πονούσε η καρδιά μου γιατί δεν άντεχε άλλο τη ζωή κι εσύ άπλωσες τα χέρια και με τράβηξες από το θάνατο, ξέχασα να στο πω. Τότε που σε έβγαζα φωτογραφίες και αντί να κοιτάω τη λήψη ή το φωτισμό ή...

Η Δήμητρα Μαντά απαντά...

Γνωρίσαμε τη Δήμητρα Μαντά μέσω του πρώτου της βιβλίου με τίτλο «Εγκλωβισμένη Ψυχή» που κυκλοφορεί σε συνεργασία με τις εκδόσεις Παρασκήνιο από τον φετινό Απρίλιο. Είναι χαρά μας που δέχτηκε να απαντήσει - πρόθυμα - τις ερωτήσεις που είχαμε να τις κάνουμε και να μας αποκαλύψει ορισμένα πράγματα που αφορούν τόσο την ίδια όσο και την πορεία της στο χώρο της λογοτεχνίας. Πότε και πώς ξεκίνησες να γράφεις; Από πολύ μικρή έγραφα ποιηματάκια και στίχους - απλώς για πλάκα. Από την πρώτη λυκείου ξεκίνησα να γράφω τις ιστορίες που δημιουργούσα αρχικά στο μυαλό μου, αν και ποτέ δεν ολοκλήρωνα τη συγγραφή τους γιατί πίστευα πως - αν και το απολάμβανα - ήταν σπατάλη χρόνου. Ποιο βιβλίο θεωρείς πως πρέπει να διαβαστεί από όλους μας; Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ. Θίγει ένα πολύ ευαίσθητο θέμα, αληθινό ιστορικά και τα συναισθήματα που μπορεί να σου προκαλέσει είναι έντονα. Αποτελεί ένα από τα αγαπημένα μου, ίσως γιατί ήταν και το πρώτο που διάβασα, αν και σε πολύ μικρότερη ηλικία ...

Φλυαρίες

Τ ου  Θ άνου  Κ ουλουβάκη Αν με ρωτήσεις - όταν είσαι μεθυσμένη - τι αγάπησα περισσότερο θα σου απαντήσω πως αγάπησα στιγμές, αναμνήσεις και τις νύχτες που δεν πρόλαβα να ζήσω. Αν με ρωτήσεις ξανά τι αγάπησα περισσότερο κι από τις στιγμές τις αναμνήσεις ή τις νύχτες, θα σωπάσω. Έπειτα θα κοιτάξω τα μάτια σου, θα γυρίσω το βλέμμα στον ουρανό και δε θα καταφέρω να πω τίποτα. Θα αναζητήσω όμοια άστρα μ' εκείνες τις νύχτες ή προσφιλείς κουβέντες. Θ' ανοίξω το κόκκινο κρασί και θα πιω μεγάλες γουλιές. Θα κοιτάξω τα μάτια σου και δε θα μπορώ να μιλήσω. Ούτε τ' αστέρια δίνουν αρκετή δύναμη, ούτε το κρασί. Δε θα μπορώ να πω κουβέντα. Θ' αγγίξω το χέρι σου και θα ταξιδέψω για μερικά δευτερόλεπτα στην πιο εκστατική  - στην πιο υπερβατική -  αίσθηση. Όσοι δεν την αισθάνθηκαν είναι αυτοί που αντί να βιώνουν στιγμές αρκούνται σε φλυαρίες.

Τα χέρια

Γ ράφει η  Μ αρία Π απαδοπούλου* Πάντα ήθελα να απλώσει τα χέρια του να πιάσει κάτι, αλλά ποτέ δεν το έκανε. Το βάζο με το γλυκό κυδώνι της γιαγιάς. Μόνο που το έβλεπε, του έτρεχαν τα σάλια. Κάθε φορά  όμως που άνοιγε το ντουλάπι για να το πάρει άκουγε πίσω του τη φωνή της γιαγιάς  «Άστο κάτω! Αυτό είναι για τους ξένους!» Το αυτοκίνητο του μεγάλου του αδελφού. Ήταν μεγάλο, κατακόκκινο σαν τη φωτιά, γυαλιστερό. Εκείνος δεν είχε δικό του αυτοκίνητο. Οι γονείς του δεν είχαν αρκετά λεφτά για να πάρουν παιχνίδια και για τους δύο , κι ο αδελφός του δεν του το έδινε ποτέ. Τα βράδια σκεφτόταν πολλές φορές να πάει και να το αρπάξει κάτω από το κρεβάτι που το φύλαγε ο αδελφός του. Αλλά την ίδια στιγμή θυμόταν την απειλή του αδελφού του «Αν πάρεις το αυτοκίνητό μου θα  σε πλακώσω στο ξύλο» Τον  χτυπημένο σκύλο που βρήκε στον σκουπιδοτενεκέ. Ήθελε τόσο πολύ να τον πάρει σπίτι, να τον φροντίσει, να τον χαϊδέψει ,να κοιμηθούν μαζί. Να μιλήσουν χωρίς να πουν τίποτα. Να δουν μα...

Βιβλιοταξίδια με το «Το κορίτσι που αγαπούσε τα βιβλία»

Αγόρασα το συγκεκριμένο βιβλίο εντυπωσιασμένη από τον τίτλο του. Η ιστορία ενός βιβλόφιλου είναι εξ ορισμού άκρως ενδιαφέρουσα για μένα. Λίγες μέρες μόνο μου πήρε για να μάθω τη συγκεκριμένη.  Είναι η ιστορία της Δήμητρας που εργάζεται σε ένα μικρό εκδοτικό οίκο. Όνειρό της είναι να αναδείξει  νέους, ταλαντούχους συγγραφείς και να εκδώσει τα βιβλία τους. Αντί για αυτό όμως - κατόπιν εντολής του αφεντικού της - ασχολείται με τη μετάφραση βιβλίων αυτοβελτίωσης τα οποία παρουσιάζει και εκδίδει ως δικά της και φτιάχνει καφέδες. Ώσπου, κάποια στιγμή, το αφεντικό της τής επιτρέπει να εκδώσει τη λογοτεχνική σειρά που πάντα ονειρευόταν.  Ενθουσιασμένη, δημοσιεύει τη σχετική ανακοίνωση και αρχίζει να δέχεται έργα συγγραφέων. Προς μεγάλη της απογοήτευση, το ένα κείμενο είναι χειρότερο από το άλλο. Είναι έτοιμη να τα παρατήσει, μέχρι που φτάνει στα χέρια της το κείμενο του Αυγούστου, ένα κείμενο που της κινεί  το ενδιαφέρον.  Ποιος είναι όμως ο Αύγουστος και τι πραγματικά ...

Teruel

Πως μου αρέσει έργα τέχνης να κοιτάζω... το βλέμμα σου, σαν την Έναστρη Νύχτα - δύο μάτια καστανά, ολόλαμπρα, σαν άγουρα μύγδαλα να στροβιλίζονται στον άψυχο ουρανό μου. Και Αγάπη από Απόσταση· το πρόσωπο σου αρμονικό, να ξεπροβάλλει από μία αλλόκοτη διάσταση. Τα φρύδια σου τα παχιά, τα τόξα τα καλοσχηματισμένα και τα σαρκώδη χείλη σου, στο παρελθόν ραμμένα. Το πρόσωπο μου να χαϊδεύουν οι τούφες σου εκείνες οι ολόισιες μελαχρινές και ολοένα να με γαργαλάνε στο λαιμό... σαν Εραστές, τυλιγμένα τα πρόσωπα μας με λευκά πανιά - εγώ φιλώ το δικό σου κι εσύ το δικό μου - και τα πανιά να νιώθουν περισσότερο από εμάς, αφού εμείς στεκόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλον νεκροί. Και μας κοιτούν οι περαστικοί δείχνοντας μας με το χέρι, επιμένοντας «Αυτοί δεν είναι ένα ζευγάρι». Γράφει η Ρένια Τσάπρα (Βρείτε την Ρένια στο Instagram και στο GoodReads )