ήπια ουίσκι,
λίγη βότκα
και πέταξα από πάνω μου
τους μανδύες της συναισθηματικής φόρτισης,
που θα μπορούσες να ονομάσεις θλίψη.
Το βράδυ που πέρασε με τράβηξε μακριά·
τόσο μακριά που το ξημέρωμα δεν ένιωθα να είμαι εγώ
- ίσως να μην είμαι ποτέ εγώ.
Το πρώτο φως της μέρας γέμισε τα μάτια μου.
Το σκούρο μπλε φως
διάβασε το μυαλό μου
και μου μίλησε.
Μου είπε για τις νύχτες που έχασα
όταν ήμουνα μικρός και τις φοβόμουν.
Διότι τώρα τις αγαπώ·
τις αγαπώ πιο πολύ από τις μέρες.
Μου μίλησε για εμάς
και για τις αναμνήσεις που ποτέ δε φεύγουν,
αλλά μονάχα μπλέκονται στα συρτάρια του μυαλού
και το ζαλίζουν
πιο πολύ από το ουίσκι.
Μετά μου είπε να πάω να ξαπλώσω
γιατί ήμουν - λέει - πολύ μεθυσμένος·
όμως δεν ήμουν μεθυσμένος από το ουίσκι,
ούτε από τη βότκα,
ούτε από τους καπνούς.
Είχα μεθύσει από τις σκέψεις
και τις αναμνήσεις.
Όμως πιο πολύ είχα μεθύσει από τη νοσταλγία
και μία μυρωδιά
που δεν έλεγε να φύγει από τη μύτη μου.
Γράφει ο Θάνος Κουλουβάκης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου