Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα αναμνήσεις

Φλυαρίες

Τ ου  Θ άνου  Κ ουλουβάκη Αν με ρωτήσεις - όταν είσαι μεθυσμένη - τι αγάπησα περισσότερο θα σου απαντήσω πως αγάπησα στιγμές, αναμνήσεις και τις νύχτες που δεν πρόλαβα να ζήσω. Αν με ρωτήσεις ξανά τι αγάπησα περισσότερο κι από τις στιγμές τις αναμνήσεις ή τις νύχτες, θα σωπάσω. Έπειτα θα κοιτάξω τα μάτια σου, θα γυρίσω το βλέμμα στον ουρανό και δε θα καταφέρω να πω τίποτα. Θα αναζητήσω όμοια άστρα μ' εκείνες τις νύχτες ή προσφιλείς κουβέντες. Θ' ανοίξω το κόκκινο κρασί και θα πιω μεγάλες γουλιές. Θα κοιτάξω τα μάτια σου και δε θα μπορώ να μιλήσω. Ούτε τ' αστέρια δίνουν αρκετή δύναμη, ούτε το κρασί. Δε θα μπορώ να πω κουβέντα. Θ' αγγίξω το χέρι σου και θα ταξιδέψω για μερικά δευτερόλεπτα στην πιο εκστατική  - στην πιο υπερβατική -  αίσθηση. Όσοι δεν την αισθάνθηκαν είναι αυτοί που αντί να βιώνουν στιγμές αρκούνται σε φλυαρίες.

Σκούρο μπλε

Το βράδυ που πέρασε δεν κοιμήθηκα· ήπια ουίσκι, λίγη βότκα και πέταξα από πάνω μου  τους μανδύες της συναισθηματικής φόρτισης, που θα μπορούσες να ονομάσεις θλίψη. Το βράδυ που πέρασε με τράβηξε μακριά· τόσο μακριά που το ξημέρωμα δεν ένιωθα να είμαι εγώ - ίσως να μην είμαι ποτέ εγώ. Το πρώτο φως της μέρας γέμισε τα μάτια μου. Το σκούρο μπλε φως διάβασε το μυαλό μου και μου μίλησε. Μου είπε για τις νύχτες που έχασα  όταν ήμουνα μικρός και τις φοβόμουν. Διότι τώρα τις αγαπώ· τις αγαπώ πιο πολύ από τις μέρες. Μου μίλησε για εμάς και για τις αναμνήσεις που ποτέ δε φεύγουν, αλλά μονάχα μπλέκονται στα συρτάρια του μυαλού και το ζαλίζουν πιο πολύ από το ουίσκι. Μετά μου είπε να πάω να ξαπλώσω γιατί ήμουν - λέει - πολύ μεθυσμένος· όμως δεν ήμουν μεθυσμένος από το ουίσκι, ούτε από τη βότκα, ούτε από τους καπνούς. Είχα μεθύσει από τις σκέψεις και τις αναμνήσεις. Όμως πιο πολύ είχα μεθύσει από τη νοσταλγία και μία μυρωδ

9 Καλλιτέχνες μιλούν για το αγαπημένο τους μέρος

Χαλκίδα: Λιμάνι μου και Ρίζα - Κάλλια Βαβουλιώτη Γυρίζω πια, όχι τόσο συχνά όσο παλιά. Είναι σαν εκείνες τις αγάπες , που τις νοσταλγείς μα συνάμα δε θέλεις να βλέπεις συχνά. Αναλγητικό χάπι στο γνωστό "Μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται" είναι αυτό που κάποτε ο Χορν το έθεσε πολύ απλά " Όταν δε σε βλέπω και μου λείπεις, σε αγαπάω , σε ποθώ πιο πολύ." Τα στενάκια της έχουν παραμείνει άνυδρα, πέτρινα και δύσβατα και στον ορίζοντα να βασιλεύει το γαλάζιο. Θάλασσα άλλοτε κάλμα και άλλοτε τρελή. Σου κάνει τσαλίμια από μακριά και πάντα σε κερδίζει. Κι εσύ απλώνεις το χέρι περιπλανώμενος ναυαγός της πόλης, να την αγγίξεις έστω για μια στιγμή. Έχει περάσει πολλά, το καταλαβαίνεις παρατηρώντας κάθε φορά το κάστρο. Απόρθητο οχυρό με θέα όλη την πόλη και εκεί να το φυλάει ο Σκαρίμπας απέθαντος κι ακοίμητος φρουρός που βαπτίστηκε Χαλκιδαίος- δίχως όντως να κατάγεται από εδώ. Έρωτας σαν του ποιητή για την πόλη με τους σπασμένους δρόμους, σπανίζει. Τον ζηλεύω λ

Δύο σκιές

Click by James Kalligerakis Δύο σκιές περιπλέκονται στις μέρες· γίνονται οι ώρες δαίμονες, τα λεπτά θηλιά, διάβολος οι ζωές. Λαξεύω το μυαλό μου· κυνηγώ άυλους εχθρούς, φοβερίζω το αύριο μήπως και κατορθώσω ν' αφανίσω το τέλος. Κι αν τύχει να το δω εύχομαι να είμαι παρατηρητής κι όχι συμμέτοχος στην οδύνη της ματαίωσης. Δύο σκιές με καταδιώκουν τα βράδια. Η μία δική μου· τη βλέπω, την αναγνωρίζω. Η άλλη... αναπαράσταση του ξεχασμένου χθες, των ανεκπλήρωτων επιθυμιών, των μοναχικών μου σκέψεων. Κι εγώ; εξαφανίζομαι, εξαϋλώνομαι, χάνομαι. Δύο σκιές· και οι δυο δικές μου. Γράφει ο Θάνος Κουλουβάκης

Σεπτέμβρης

Ήρθε Σεπτέμβρης και μυρίζει ο παλιός μας καιρός τραγούδι, ημίγλυκο κρασί και αποχωρισμός. Που 'σπαγες το τσιγάρο σου στη μέση να 'ναι και για τους δυο με κοίταζες και μ' αγαπούσες μα πια δεν είσαι εδώ. Που τώρα κοινωνούμε  από τον ίδιο πυρετό μέρα τη μέρα σέρνουμε τα πόδια μας στο μάρμαρο τις Κυριακές πιστεύουμε σ' έναν μικρό Θεό και τις Δευτέρες βάζουμε φωτιά στο ιερό μας. Αφήνομαι πίσω στο παρελθόν μου και στο παρόν μου δεν είμαι πια το παρελθόν μου . Γράφει η Σοφία Σταθάκη

Τρένα για το Πουθενά

Click by Thanos Koulouvakis - "Empty Port" Μην πεις πολλά· άναψε το τσιγάρο σου κι άσε τις πεθαμένες ιστορίες. Ξέρεις, βαρέθηκα να κλαίω· να ξεριζώνω μνήμες, να περνούν οι μήνες και να τους θρηνώ - σαν νεκρούς. Βαρέθηκα να πηγαίνω επισκέψεις, να κάνω διαλέξεις, να φωνάζουν οι άνθρωποι, να με τρομάζουν και να μην τους πειράζει, να μην τους ενοχλεί που έκοψα το «εγώ» μου και δεν είμαι πια εγώ. Μην πεις πολλά· αγανάκτησα να σκουπίζω παλιά ράφια με ιστορίες. Μου έλειψε η σιγή, οι γέρικες νύχτες - πόρνες νύχτες - οι κινήσεις των υστερικών, τα εισιτήρια των κανονικών για τον κόσμο της κανονικότητας που κοντεύω να τον φτάσω, μα χάνομαι στα βαγόνια και περνούν τα χρόνια - με άρωμα από άψυχη κολόνια. Μην μου λες πολλά. Αυτά τα πολλά μας τσάκισαν· όταν τα λέγαμε στα βαγόνια και ξεχνούσαμε να κατέβουμε και χάναμε τις στάσεις του κόσμου της κανονικότητας και βρεθήκαμε στον άλλο κόσμο να παίρνουμε τρένα ξένα· τρένα για το πουθενά. Γράφει ο Θάνος Κουλουβάκης

Άδεια μπουκάλια

Click by James Kalligerakis Θα 'θελα απόψε να ήσουν εδώ· να χαζεύω - κάτω απ' τον έναστρο ουρανό - πως γυαλίζουν τα φεγγάρια μας και τα άδεια μας μπουκάλια. Θα 'θελα απόψε να μου κάνεις δώρο την παρουσία σου και δυο μπουκάλια κόκκινο κρασί· να λαμπυρίζουν τα χείλη σου, να γεμίζει καπνούς το σπίτι, να τρεμοσβήνουν οι λάμπες, να λερώνονται τα στόματα μας μια απ' τον έρωτα και μια απ' το κρασί. Απόψε θα 'θελα να με άκουγες λίγο περισσότερο, να με έσφιγγες λίγο περισσότερο, να μου επέτρεπες - έστω και για λίγο - να ακούσω την καρδιά σου. Γι' απόψε μου φτάνει· κι ας ξέρω πως το μόνο που θα μου μείνει είναι η μυρωδιά απ' τα αποτσίγαρα και οι αναμνήσεις μου που πνίγονται μέσα στα άδεια μας μπουκάλια. Γράφει ο Θάνος Κουλουβάκης

Το φάντασμά σου

Τα γράμματά σου ξεχασμένα - αφημένα στα μικρά κουτάκια  της παλιάς βιβλιοθήκης. Λιώνει το χαρτί τους μαζί με το χρόνο. Η σκιά σου παρατημένη στο βάλτο με τα ανθρώπινα μηδέν˙ εκεί που κόντεψα εχθές να βρω και τη δική μου. Τα χέρια σου σκληρά - σχεδόν αποξηραμένα - σαν τα λουλούδια του κήπου που μου κρατούν συντροφιά. Το πρόσωπό σου γεμάτο μνήμες, γεμάτο σκιές και κομμένα λουλούδια. Το πρόσωπό σου μακρινό και φευγαλέο κρατά παρέα στα ξύλινα κουτάκια μου. Το πρόσωπό σου μου μοιάζει˙ Φοβάμαι! Φοβάμαι τις σκιές και το φάντασμά σου. Μήπως είναι εδώ; Μήπως είμαι εγώ; Από τον Θάνο Κουλουβάκη

Όταν ονειρεύεσαι...

Όταν ονειρεύεσαι σκέφτεσαι όσους σου λείπουν· όσους δε μπορούν να είναι μαζί σου κι όλους όσους χάθηκαν για πάντα. Όταν ονειρεύεσαι φαντάζεσαι τον κόσμο όπως εσύ θα ήθελες να είναι · μαζεύεις μικρά κομμάτια πραγματικότητας και τα συνδέεις για να πλάσεις τον ουτοπικό σου κόσμου - αυτόν που θα σε κάνει να αισθάνεσαι ασφάλεια. Όταν ονειρεύεσαι χάνεσαι· η ψυχή σου ταξιδεύει - ενώ το σώμα σου κείτεται. Πετάει στον ουρανό των αισθήσεων και βυθίζεται στο ασυνείδητο. Όταν ονειρεύεσαι σου λείπω περισσότερο· διότι οι ψυχές μας συνδέονται στον άυλο ουρανό. Γεμίζουν αγάπη το σύμπαν και φτιάχνουν μαζί τον κόσμο απ' την αρχή. Όταν ονειρεύεσαι με βλέπεις. Με βλέπεις να σιγοτραγουδώ και αισθάνεσαι να γεμίζουν χρώματα οι φλέβες και τα κύτταρά σου. Όταν ονειρεύεσαι πονάς. Μη φοβάσαι· όταν ονειρευόμαστε η ψυχή μας ψηλώνει. Γράφει ο Θάνος Κουλουβάκης