Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα ποίηση

Φλυαρίες

Τ ου  Θ άνου  Κ ουλουβάκη Αν με ρωτήσεις - όταν είσαι μεθυσμένη - τι αγάπησα περισσότερο θα σου απαντήσω πως αγάπησα στιγμές, αναμνήσεις και τις νύχτες που δεν πρόλαβα να ζήσω. Αν με ρωτήσεις ξανά τι αγάπησα περισσότερο κι από τις στιγμές τις αναμνήσεις ή τις νύχτες, θα σωπάσω. Έπειτα θα κοιτάξω τα μάτια σου, θα γυρίσω το βλέμμα στον ουρανό και δε θα καταφέρω να πω τίποτα. Θα αναζητήσω όμοια άστρα μ' εκείνες τις νύχτες ή προσφιλείς κουβέντες. Θ' ανοίξω το κόκκινο κρασί και θα πιω μεγάλες γουλιές. Θα κοιτάξω τα μάτια σου και δε θα μπορώ να μιλήσω. Ούτε τ' αστέρια δίνουν αρκετή δύναμη, ούτε το κρασί. Δε θα μπορώ να πω κουβέντα. Θ' αγγίξω το χέρι σου και θα ταξιδέψω για μερικά δευτερόλεπτα στην πιο εκστατική  - στην πιο υπερβατική -  αίσθηση. Όσοι δεν την αισθάνθηκαν είναι αυτοί που αντί να βιώνουν στιγμές αρκούνται σε φλυαρίες.

ξέχασα να στο πω

Τ ου  Θ άνου  Κ ουλουβάκη Τότε που περπατούσαμε κοντά στα κύματα κι έπαιζα με την άμμο, ξέχασα να στο πω. Τότε που μαγειρεύαμε κι εγώ αντί να ανακατεύω τη σάλτσα παρατηρούσα το χαμόγελο σου, ξέχασα να στο πω. Τότε που πίναμε κρασί και μου έλεγες κάτι σοβαρό κι εγώ σε κοιτούσα στα μάτια με προσοχή γιατί τα μάτια σου έμοιαζαν με το πιο όμορφο μέρος του κόσμου, ξέχασα να στο πω. Τότε που κολυμπούσαμε και σ' αγκάλιασα κι εσύ με φίλησες κι εγώ ένιωσα πράγματι ελεύθερος, ξέχασα να στο πω. Τότε που πήγα για μπύρες και γύρισα όσο πιο γρήγορα μπορούσα γιατί μου έλλειψες και ήθελα να σε δω, ξέχασα να στο πω. Τότε που σε περίμενα και φοβόμουν ότι δε θα έρθεις ποτέ ξανά - παρ' όλο που ήρθες - κι έβαλα τα κλάματα πολλές φορές γιατί νόμιζα ότι με τα δάκρυα φεύγει ο πόνος, ξέχασα να στο πω. Τότε που πονούσε η καρδιά μου γιατί δεν άντεχε άλλο τη ζωή κι εσύ άπλωσες τα χέρια και με τράβηξες από το θάνατο, ξέχασα να στο πω. Τότε που σε έβγαζα φωτογραφίες και αντί να κοιτάω τη λήψη ή το φωτισμό ή

Μέρα Τέλεσης

Click: Λυδία Ηλιάνα Ξοφάκη Τ ης  Λ υδίας Η λιάνας Ξ οφάκη Μπλούζα λευκή, λευκή για εξιλέωση περιμένει να φορεθεί, να φορεθεί σε γάμο ή σε κάποια βάφτιση, μένει να περιμένει, τελικά να περιμένει για κάποιας κηδείας την υποχρέωση, γιατί είναι λευκή, λευκή για εξιλέωση.

Άτιτλο

Τ ης Μ αριτίνας Θ εοδωροπούλου Λησμόνησα μια εποχή που δεν πρόλαβα να ζήσω· γεμάτη χρώματα και μυρωδιές καρδιές και σώματα ασφυκτικά μπλεγμένα. Μυρωδιά από φθηνό κρασί και γέλια δυνατά να αντηχούν. Μουσικές με στίχους κατανοητούς και παραφωνίες τόσο μελωδικές. Μια εποχή παράφωνη και φάλτσα, με δρόμους στενούς και δύσβατους γεμάτους από διαβάτες ελεύθερους. Ανάβω ένα τσιγάρο, διαβάζω εφημερίδα, μα απ' τα γράμματα δε σχηματίζω λέξεις. Βάζω μουσική και η μελωδία τέλεια γεμίζει τόσο κενά το δωμάτιο. Βγαίνω στο φρεσκοβαμμένο δρόμο και οι «τρύπες» του με ρουφούν σε μία άβυσσο. Πρόσωπα άδεια προσπερνούν χωρίς να αφήνουν τίποτα. Μα το χειρότερο...  δε θυμάμαι τον ήχο από ένα γέλιο γάργαρο κι αβίαστο. Σβήνω το τσιγάρο και ξαπλώνω με μόνη μου παρηγοριά να ονειρευτώ δρόμους δύσβατους με διαβάτες να αναβλύζουν  μυρωδιά από φθηνό κρασί και με χέρια μπλεγμένα σε γροθιά. Και ίσως - αν σταθώ τυχερή -  να ξυ

Άκουσε

Click: Χριστίνα Μαυρίκη Άκουσε, εγώ θα ήθελα να μείνεις μαζί μου σήμερα και αύριο και παραπέρα από το αύριο· όμως - συγχώρεσε με - δεν ξέρω να ορίζω το χρόνο. Θα ήθελα να μοιραστούμε το ίδιο ποτήρι, τα ίδια τσιγάρα, τις ίδιες σκέψεις· να καταναλώνουμε τις ίδιες ποσότητες αλκοολούχων ποτών και να μεθάμε το ίδιο. Να πάμε βόλτες, μεγάλες βόλτες και να σταματάμε δύο βήματα πριν το κενό μας καταπιεί και γίνουμε ένα με το τίποτα . Να τρακάρουμε τις ιδέες μας και να τις παρατάμε εκεί, κατεστραμμένες, μόλις φτιάξουμε καινούργιες. Να κοιτάμε τη θέα από το βουνό που είχες ερωτευθεί όταν ήσουν μικρή και να το ερωτεύομαι κι εγώ. Να μιλάμε στη θάλασσα κι εκείνη να μας χαιρετά· να της δίνουμε όρκους αιώνιας αφοσίωσης κι εκείνη να μην μας πιστεύει. Να αγγίζω τα μαλλιά σου ενώ χορεύουν στον αέρα. Να μαγεύουν τη φύση, να την εξαφανίζουν. Άκουσε, μείνε εδώ· σήμερα, αύριο και παραπέρα από το αύριο. Γράφει ο Θάνος Κουλουβάκης

Οι παρουσίες σας

Τ ου Θ άνου  Κ ουλουβάκη Η μορφή σου με κυνηγάει τις νύχτες· με γεμίζει με απατηλά όνειρα και χαμένες ελπίδες. Η μορφή σου βρίσκεται παντού γύρω μου· γεννά νοσταλγικά επεισόδια που φορτώνουν την καρδιά μου με πόθο. Ταράζεται ο ύπνος μου από την παρουσία σου. Όμως ποτέ δε μπορώ να τη δω, να την αισθανθώ, να την αγκαλιάσω. Κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι την πύρινη ακτίνα του έρωτα να με τρυπά  και να καίει ολόκληρο το κορμί μου. Ονειρεύομαι την αιωνιότητα που δημιουργούν οι έλξεις· επιτρέπουν στους ανθρώπους να την αισθανθούν - μονάχα για λίγες στιγμές - και ύστερα την παίρνουν μακριά για πάντα. Μπαλκόνι, τσάι, ίσως κονιάκ. Ζακέτα, τσιγάρα. Η παρουσία σου  - ή οι παρουσίες σας.

Αθωότητα

  Εγώ και η αθωότητα ζήσαμε κάποτε μια σύντομη, αλλά παθιασμένη σχέση, δεν αντέχαμε χωριστά, αλλά κυρίως δεν αντέχαμε μαζί. Και μια μέρα, έτσι ξαφνικά, αλλά και σαν από καιρό προετοιμασμένη, την άφησα να φύγει. Την έδιωξα.  Κι ας μην ήθελε αυτή να φύγει.  Τον πρώτο καιρό ήταν δύσκολα, Η αθωότητα ερχόταν κάθε μέρα,  με παρακαλούσε έξω από την κλειδωμένη πόρτα, τρύπωνε στα σκοτάδια μου και απειλούσε, να τα γεμίσει με φως, και εγώ πάλευα, συνέχεια πάλευα, να την κρατήσω μακριά. Και τα χρόνια πέρασαν, και η αθωότητα βαρέθηκε να με κυνηγά, και εγώ αποφάσισα να δώσω στους δαίμονές μου μια ευκαιρία, να μου δείξουν τι μπορούσαν να κάνουν για εμένα αυτοί. Καμιά φορά τη βλέπω τη αθωότητα στο δρόμο, με βλέπει και αυτή, κάνουμε πώς δεν γνωριζόμαστε, δε λέμε ούτε γειά, και καθώς περνούν κι άλλο τα  χρόνια, αρχίζω να αναρωτιέμαι αν εγώ και η αθωότητα, γνωριστήκαμε ποτέ στα αλήθεια. Γράφει η Μαρία Παπαδοπούλου Βρείτε τη Μαρία:

Σκούρο μπλε

Το βράδυ που πέρασε δεν κοιμήθηκα· ήπια ουίσκι, λίγη βότκα και πέταξα από πάνω μου  τους μανδύες της συναισθηματικής φόρτισης, που θα μπορούσες να ονομάσεις θλίψη. Το βράδυ που πέρασε με τράβηξε μακριά· τόσο μακριά που το ξημέρωμα δεν ένιωθα να είμαι εγώ - ίσως να μην είμαι ποτέ εγώ. Το πρώτο φως της μέρας γέμισε τα μάτια μου. Το σκούρο μπλε φως διάβασε το μυαλό μου και μου μίλησε. Μου είπε για τις νύχτες που έχασα  όταν ήμουνα μικρός και τις φοβόμουν. Διότι τώρα τις αγαπώ· τις αγαπώ πιο πολύ από τις μέρες. Μου μίλησε για εμάς και για τις αναμνήσεις που ποτέ δε φεύγουν, αλλά μονάχα μπλέκονται στα συρτάρια του μυαλού και το ζαλίζουν πιο πολύ από το ουίσκι. Μετά μου είπε να πάω να ξαπλώσω γιατί ήμουν - λέει - πολύ μεθυσμένος· όμως δεν ήμουν μεθυσμένος από το ουίσκι, ούτε από τη βότκα, ούτε από τους καπνούς. Είχα μεθύσει από τις σκέψεις και τις αναμνήσεις. Όμως πιο πολύ είχα μεθύσει από τη νοσταλγία και μία μυρωδ

Το λέγανε Στρογγυλή

Την ώρα που ο πλαστουργος το Αιγαίο διακοσμουσε, πολύτιμα κοχύλια έπλαθε  τη θάλασσα κεντουσε.  Με ήλιο τα ζεσταινε  με αστέρια τα λαμποκοπούσε χαμόγελα πάνω τους εριχνε η γη τους καρποφορουσε.  Ένα κοχύλι στρογγυλό  στο βάθος του πονούσε·  το έπιασε αγκομαχητο το σχήμα του μισούσε! Δεν θέλω να είμαι στρογγυλό να είμαι συνηθισμένο, θέλω σαν το φεγγάρι που αγαπώ  να είμαι σχηματισμένο.  Και δίνει μια... τα βράχια ξερνά σχίζονται θάλασσες και βουνά  παράξενα χρώματα ...ηλιακή ομορφιά  την αναδυόμενη φεγγαρόπετρα γεννά.  Του πόνου της τα σωθικά  βασίλισσα ανάστησαν τη Σαντορίνη γέννησαν  το Αιγαίο ζωγράφισαν.  Λαοι τώρα έρχονται να το δούνε,  με το κρασί του στο ηλιοβασίλεμα μεθουνε,  την ομορφιά του στα ακρογιάλια του κεντούνε,  το μαύρο του λιθάρι στα σπλάχνα του, τη δημιουργία του κοιτούνε  κι απ ορούνε.  11/07/2019  Άρτεμις Τομαη Κριμιτσα      (Θαλασσινή) 

Άνω Τελεία

Τα Σάββατα η μεθυσμένη πόλη υποδέχεται στην αγκαλιά της τους εραστές. Κι οι εραστές δικαιώνουν τον χαρακτηρισμό τους, γι’αυτήν τη μία νύχτα. • Τα μπαρ της πλήξης συνθέτουν το σκηνικό ενός -σχεδόν- έρωτα (του δικού μας) με θαμώνες αδιάφορους, συζητήσεις ανάλαφρες και καταπιεσμένο εκνευρισμό. • Μα οι συναντήσεις μας τόσο συμπτωματικές ελάχιστα τυχαίες θα βάλουν και πάλι την άνω τελεία στην ιστορία μας. • Το καθιερωμένο τσούγκρισμα των ποτηριών, η τράκα απ’τα τσιγάρα σου, κι ο χαμηλός φωτισμός ίσως είναι -τελικά- μόνο αφορμές. • Ό,τι παλεύω να ξεχάσω -έξι μέρες τώρα- βάζει ξανά  φωτιά στην ανόητη καρδιά μου. (Μάλλον αυτό είναι το τίμημα, για να νιώσουμε λίγο ζωντανοί, πριν το κενό της Κυριακής μας.) Γράφει η Χριστίνα Π.

Άτιτλο.

Δεν είναι οι Δευτέρες κακές ούτε οι Κυριακές είμαστε εμείς κακοί και η ζωή μας ακατάλληλη για τέτοιες μέρες. Δεν θέλω ν' απογοητεύεσαι ο κόσμος θα φανεί σκληρός κι εσύ καμιά φορά κουτός όμως νομίζω είναι σωστό να αγαπάς τον άνθρωπο τη φύση, τη ζωή σου. Δεν θέλω να απογοητεύεσαι να κλαις και να συνθλίβεσαι είναι η γη μας σφαίρα στον κρόταφο καμιά φορά γυρίζει. Θέλω να πεις στη μάνα σου πως σ' αγαπάω πολύ κι αγαπάω κι αυτήν όσο αγαπώ εσένα. Γράφει η Σοφία Σταθάκη

Ανδρέας Παπαλεξόπουλος: «Θέλω να κάνω τον κόσμο να ονειρεύεται και να χαμογελά...»

Γνώρισα τον Ανδρέα Παπαλεξόπουλο μέσω του bookstagram προφίλ του στο instagram και με εντυπωσίασε το περιεχόμενο του account του, αλλά κυρίως η ευγένεια και η δημιουργικότητά του. Σύντομα του έστειλα την πρώτη μου ποιητική συλλογή και η γνώμη του για το βιβλίο μου με ενδιέφερε αρκετά - δε μπορώ να το κρύψω. Με ενδιέφερε τόσο διότι ο Ανδρέας είναι ένας άνθρωπος ο οποίος αγαπά τα βιβλία (γεγονός που καθίσταται εμφανές από το προφίλ μου), έχει διαβάσει αρκετά και είναι άνθρωπος της τέχνης εν γένει - καθότι ασχολείται με το θέατρο. Ήθελα να ακούσω - εναγωνίως - την κριτική του και όταν αυτή εν τέλει ήταν θετική πραγματικά μου γέννησε μεγάλη χαρά και αισιοδοξία. Αποφάσισα, λοιπόν, ότι στον καινούργιο κύκλο συνεντεύξεων δεν θα μπορούσα να αφήσω αυτόν τον δημιουργικό άνθρωπο έξω από το Rotten Poets Society. Έτσι κι έγινε! Ο Ανδρέας απάντησε - με μεγάλη προθυμία - τις ερωτήσεις μου. Ας ξεκινήσουμε... Θεωρείς ότι οι νέοι άνθρωποι διαβάζουν βιβλία; Τι είδους βιβλία προτιμούν; Καλή

Η Κατερίνα Κρυστάλλη απαντά...

Την Κατερίνα Κρυστάλλη τη γνώρισα μέσα από τις ιστορίες της στην ιστοσελίδα 121 words (121 λέξεις) και πραγματικά εντυπωσιάστηκα με τον τρόπο γραφής της. Έπειτα, αποκτήσαμε προσωπική επικοινωνία και διάβασα το βιβλίο της με τίτλο «8 Μικρές Ιστορίες» που κυκλοφορεί σε συνεργασία με το site των 121 λέξεων. Η Κατερίνα είναι ένας άνθρωπος δημιουργικός, δυναμικός και ειλικρινής και είναι μεγάλη μου χαρά και τιμή να φιλοξενώ τη συνέντευξή της στο Rotten Poets Society. Ας δούμε, ωστόσο, τι μας απάντησε... Τι είναι για εσένα η έμπνευση; Η ζωή μπορεί να παρέχει έμπνευση ή ο εκάστοτε άνθρωπος τη δημιουργεί μονάχα; Θεωρώ πως η έμπνευση, είναι συναισθηματική, πως η έμπνευση είναι κάτι που αντιλαμβάνεσαι με τις αισθήσεις σου. Σίγουρα θα υπάρχουν άνθρωποι που δημιουργούν την έμπνευση αλλά μου φαίνεται πολύ πιεστικό αυτό. Αυτή η διαδικασία μου θυμίζει λογική, μαθηματικά και υπολογισμούς. Εγώ για παράδειγμα, θα εμπνευστώ από το περιβάλλον μου. Από τα χείλη μιας κοπέλας που είναι βαμμένα έντον

Τα κύματα

Γυρίζω στις γειτονιές της πόλης με κύματα στα χέρια· ίπτανται τα πόδια μου, χορεύουν μοναχά τους. Προσμένω την κατάλληλη στιγμή που θα εκσφενδονίσω μαρτυρικές προσευχές, μήπως και καταφέρω να τις αφήσω να υπάρχουν - στην αιωνιότητα. Μα πιο πολύ προσμένω πότε θα βρεθώ εμπρός τους και θα χλευάσω τις μίζερες επιθυμίες, τα σαχλά αστεία τους και τις ανόητες πλάκες. Γιατί εμείς μιλάμε τη γλώσσα που δεν γνωρίζουν και το αισθάνομαι. Γι' αυτό μας αφήνουν να πνιγόμαστε μέσα σε βούρκους τύψεων και περασμένων συγκινήσεων. Γι' αυτό - όταν πεθαίνουμε - δεν κλαίνε πολλοί· μόνο οι ίδιοι εμείς κάνουμε - τάχα - πως θρηνούμε. Θα φέρω κύματα - ας τα φέρουμε μαζί - να νιώσουν τη ζωή μας να τους πλημμυρίσει η ύπαρξή μας. Κι ας μην φοβηθούμε τούτη τη φορά μήπως ο άνεμος δεν είναι στο πλευρό μας. Γράφει ο Θάνος Κουλουβάκης 

Η Έλλη Πράντζου απαντά...

Μία εξαιρετική αρθρογράφος, ηθοποιός, συγγραφέας και πολλά ακόμη. Ένας άνθρωπος με πολλά και διαφορετικά ενδιαφέροντα, τα οποία καθίστανται εμφανή αν ανατρέξουμε στο έργο της εν γένει. Η Έλλη Πράντζου , ο άνθρωπος στον οποίο αναφέρομαι, δέχτηκε - με μεγάλη χαρά - να μας παραχωρήσει μία άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη. Την ευχαριστούμε από καρδιάς που μας μίλησε για θέματα που αφορούν την ίδια αλλά και το βιβλίο της με τίτλο «Χάος» που πρόσφατα εκδόθηκε (θα βρείτε πληροφορίες στο τέλος της συνέντευξης). Πότε ξεκίνησες να γράφεις εν γένει; Ξεκίνησα να γράφω από εσωτερική ανάγκη και παρόρμηση όσο ακόμη ήμουν σχολείο. Γύρω στα 17 μου άρχισα να γράφω πιο συνειδητοποιημένα τα πρώτα μου ποιήματα. Δημιούργησα πριν κάποια χρόνια ένα προσωπικό ιστολόγιο και στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπήρχε πολύ έντονη η ιδέα ενός βιβλίου. Όσο έγραφα τόσο μεγάλωνε η λαχτάρα μου για τη συγγραφή. Από τη στιγμή που ξεκίνησα να αρθρογραφώ σε διάφορα sites εξελίχθηκα περισσότερο και πρακτικά. Κάπως έτσι

Δύο σκιές

Click by James Kalligerakis Δύο σκιές περιπλέκονται στις μέρες· γίνονται οι ώρες δαίμονες, τα λεπτά θηλιά, διάβολος οι ζωές. Λαξεύω το μυαλό μου· κυνηγώ άυλους εχθρούς, φοβερίζω το αύριο μήπως και κατορθώσω ν' αφανίσω το τέλος. Κι αν τύχει να το δω εύχομαι να είμαι παρατηρητής κι όχι συμμέτοχος στην οδύνη της ματαίωσης. Δύο σκιές με καταδιώκουν τα βράδια. Η μία δική μου· τη βλέπω, την αναγνωρίζω. Η άλλη... αναπαράσταση του ξεχασμένου χθες, των ανεκπλήρωτων επιθυμιών, των μοναχικών μου σκέψεων. Κι εγώ; εξαφανίζομαι, εξαϋλώνομαι, χάνομαι. Δύο σκιές· και οι δυο δικές μου. Γράφει ο Θάνος Κουλουβάκης

Σεπτέμβρης

Ήρθε Σεπτέμβρης και μυρίζει ο παλιός μας καιρός τραγούδι, ημίγλυκο κρασί και αποχωρισμός. Που 'σπαγες το τσιγάρο σου στη μέση να 'ναι και για τους δυο με κοίταζες και μ' αγαπούσες μα πια δεν είσαι εδώ. Που τώρα κοινωνούμε  από τον ίδιο πυρετό μέρα τη μέρα σέρνουμε τα πόδια μας στο μάρμαρο τις Κυριακές πιστεύουμε σ' έναν μικρό Θεό και τις Δευτέρες βάζουμε φωτιά στο ιερό μας. Αφήνομαι πίσω στο παρελθόν μου και στο παρόν μου δεν είμαι πια το παρελθόν μου . Γράφει η Σοφία Σταθάκη

Τρένα για το Πουθενά

Click by Thanos Koulouvakis - "Empty Port" Μην πεις πολλά· άναψε το τσιγάρο σου κι άσε τις πεθαμένες ιστορίες. Ξέρεις, βαρέθηκα να κλαίω· να ξεριζώνω μνήμες, να περνούν οι μήνες και να τους θρηνώ - σαν νεκρούς. Βαρέθηκα να πηγαίνω επισκέψεις, να κάνω διαλέξεις, να φωνάζουν οι άνθρωποι, να με τρομάζουν και να μην τους πειράζει, να μην τους ενοχλεί που έκοψα το «εγώ» μου και δεν είμαι πια εγώ. Μην πεις πολλά· αγανάκτησα να σκουπίζω παλιά ράφια με ιστορίες. Μου έλειψε η σιγή, οι γέρικες νύχτες - πόρνες νύχτες - οι κινήσεις των υστερικών, τα εισιτήρια των κανονικών για τον κόσμο της κανονικότητας που κοντεύω να τον φτάσω, μα χάνομαι στα βαγόνια και περνούν τα χρόνια - με άρωμα από άψυχη κολόνια. Μην μου λες πολλά. Αυτά τα πολλά μας τσάκισαν· όταν τα λέγαμε στα βαγόνια και ξεχνούσαμε να κατέβουμε και χάναμε τις στάσεις του κόσμου της κανονικότητας και βρεθήκαμε στον άλλο κόσμο να παίρνουμε τρένα ξένα· τρένα για το πουθενά. Γράφει ο Θάνος Κουλουβάκης