Γυρίζω στις γειτονιές της πόλης
με κύματα στα χέρια·
ίπτανται τα πόδια μου,
χορεύουν μοναχά τους.
Προσμένω την κατάλληλη στιγμή
που θα εκσφενδονίσω
μαρτυρικές προσευχές,
μήπως και καταφέρω
να τις αφήσω να υπάρχουν
- στην αιωνιότητα.
Μα πιο πολύ προσμένω
πότε θα βρεθώ εμπρός τους
και θα χλευάσω τις μίζερες επιθυμίες,
τα σαχλά αστεία τους
και τις ανόητες πλάκες.
Γιατί εμείς μιλάμε τη γλώσσα
που δεν γνωρίζουν
και το αισθάνομαι.
Γι' αυτό μας αφήνουν να πνιγόμαστε
μέσα σε βούρκους τύψεων
και περασμένων συγκινήσεων.
Γι' αυτό - όταν πεθαίνουμε -
δεν κλαίνε πολλοί·
μόνο οι ίδιοι εμείς
κάνουμε - τάχα - πως θρηνούμε.
Θα φέρω κύματα
- ας τα φέρουμε μαζί -
να νιώσουν τη ζωή μας
να τους πλημμυρίσει η ύπαρξή μας.
Κι ας μην φοβηθούμε
τούτη τη φορά
μήπως ο άνεμος
δεν είναι στο πλευρό μας.
Γράφει ο Θάνος Κουλουβάκης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου