Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Ανδρέας Πετρόπουλος: «Θέλω να με ακολουθεί η επιτυχία, κι όχι να την ακολουθώ...»

Φωτογράφος: Χάρης Σιγούρος Επειδή μία συζήτηση δεν είναι ποτέ αρκετή με ανθρώπους που μας ταξιδεύουν και έχουν πράγματα να μας διδάξουν, το Rotten Poets Society φιλοξενεί για ακόμη μία φορά τον Ανδρέα Πετρόπουλο , ο οποίος μοιράζεται μαζί μας μερικές ακόμη «λεπτομέρειες» από τη ζωή του· μας μιλά για τα όνειρά του, την πορεία του στο χώρο του ραδιοφώνου καθώς και για ορισμένες κρυφές πτυχές του εαυτού του.  Απολαύστε τη συνέντευξή του! Τι αισθάνεσαι κάθε φορά που αρχίζει η εκπομπή σου; Κάθε φορά είναι ξεχωριστή. Είναι σαν να κάνω μια νέα πρεμιέρα και πολλές φορές τα συναισθήματά μου είναι ανάμεικτα. Έχουν υπάρξει αρκετές φορές, που, πίσω απ' το μικρόφωνο, έχω προβληματιστεί, έχω στεναχωρηθεί κι είναι κι άλλες οι στιγμές με τον κόσμο που μου δίνουν την ενέργεια και τη δύναμη με το που ξεκινήσω την εκπομπή και μου προσφέρουν απλόχερα την αγάπη τους. Θεωρείς ότι πιο ουσιαστική επαφή με τον κόσμο έχεις μέσω του γραπτού λόγου ή μέσω του ραδιοφώνου; Θ

Αυτά

Τ ου Θ άνου Κ ουλουβάκη Δε θέλω να μιλώ γι' αυτά · πονάνε αυτά  και δεν αντέχει η καρδιά μου  να τ' ακούει. Μην τ' αγγίζεις αυτά γιατί οι πληγές είναι μεγάλες και τα σημάδια με τρομάζουν. Η ψυχή μου δε δυναμώνει πια· δε μπορεί να μεγαλώσει άλλο. Ολοένα και μικραίνει  μικραίνω εξαφανίζομαι λεπτό το λεπτό, γίνομαι σκόνη, υπάρχω μονάχα μέσα σε μικρά σωματίδια άυλου πόνου. Κι αυτά  μεγαλώνουν ολοένα και περισσότερο. Μεγαλώνουν και με καταναλώνουν· τους ανήκω. Εγώ που την ιδιοκτησία  δεν την αγάπησα ποτέ, έγινα κτήμα· μέσα μου φυτεύονται ανθοφόρες πίκρες. Δεν τα θέλω τα άνθη· με φοβίζουν τα άνθη - τα χρώματα και οι μυρωδιές τους. Εγώ πάντοτε προτιμούσα να είμαι ξερός. Αυτά!

Οι παρουσίες σας

Τ ου Θ άνου  Κ ουλουβάκη Η μορφή σου με κυνηγάει τις νύχτες· με γεμίζει με απατηλά όνειρα και χαμένες ελπίδες. Η μορφή σου βρίσκεται παντού γύρω μου· γεννά νοσταλγικά επεισόδια που φορτώνουν την καρδιά μου με πόθο. Ταράζεται ο ύπνος μου από την παρουσία σου. Όμως ποτέ δε μπορώ να τη δω, να την αισθανθώ, να την αγκαλιάσω. Κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι την πύρινη ακτίνα του έρωτα να με τρυπά  και να καίει ολόκληρο το κορμί μου. Ονειρεύομαι την αιωνιότητα που δημιουργούν οι έλξεις· επιτρέπουν στους ανθρώπους να την αισθανθούν - μονάχα για λίγες στιγμές - και ύστερα την παίρνουν μακριά για πάντα. Μπαλκόνι, τσάι, ίσως κονιάκ. Ζακέτα, τσιγάρα. Η παρουσία σου  - ή οι παρουσίες σας.

Αθωότητα

  Εγώ και η αθωότητα ζήσαμε κάποτε μια σύντομη, αλλά παθιασμένη σχέση, δεν αντέχαμε χωριστά, αλλά κυρίως δεν αντέχαμε μαζί. Και μια μέρα, έτσι ξαφνικά, αλλά και σαν από καιρό προετοιμασμένη, την άφησα να φύγει. Την έδιωξα.  Κι ας μην ήθελε αυτή να φύγει.  Τον πρώτο καιρό ήταν δύσκολα, Η αθωότητα ερχόταν κάθε μέρα,  με παρακαλούσε έξω από την κλειδωμένη πόρτα, τρύπωνε στα σκοτάδια μου και απειλούσε, να τα γεμίσει με φως, και εγώ πάλευα, συνέχεια πάλευα, να την κρατήσω μακριά. Και τα χρόνια πέρασαν, και η αθωότητα βαρέθηκε να με κυνηγά, και εγώ αποφάσισα να δώσω στους δαίμονές μου μια ευκαιρία, να μου δείξουν τι μπορούσαν να κάνουν για εμένα αυτοί. Καμιά φορά τη βλέπω τη αθωότητα στο δρόμο, με βλέπει και αυτή, κάνουμε πώς δεν γνωριζόμαστε, δε λέμε ούτε γειά, και καθώς περνούν κι άλλο τα  χρόνια, αρχίζω να αναρωτιέμαι αν εγώ και η αθωότητα, γνωριστήκαμε ποτέ στα αλήθεια. Γράφει η Μαρία Παπαδοπούλου Βρείτε τη Μαρία:

Σκούρο μπλε

Το βράδυ που πέρασε δεν κοιμήθηκα· ήπια ουίσκι, λίγη βότκα και πέταξα από πάνω μου  τους μανδύες της συναισθηματικής φόρτισης, που θα μπορούσες να ονομάσεις θλίψη. Το βράδυ που πέρασε με τράβηξε μακριά· τόσο μακριά που το ξημέρωμα δεν ένιωθα να είμαι εγώ - ίσως να μην είμαι ποτέ εγώ. Το πρώτο φως της μέρας γέμισε τα μάτια μου. Το σκούρο μπλε φως διάβασε το μυαλό μου και μου μίλησε. Μου είπε για τις νύχτες που έχασα  όταν ήμουνα μικρός και τις φοβόμουν. Διότι τώρα τις αγαπώ· τις αγαπώ πιο πολύ από τις μέρες. Μου μίλησε για εμάς και για τις αναμνήσεις που ποτέ δε φεύγουν, αλλά μονάχα μπλέκονται στα συρτάρια του μυαλού και το ζαλίζουν πιο πολύ από το ουίσκι. Μετά μου είπε να πάω να ξαπλώσω γιατί ήμουν - λέει - πολύ μεθυσμένος· όμως δεν ήμουν μεθυσμένος από το ουίσκι, ούτε από τη βότκα, ούτε από τους καπνούς. Είχα μεθύσει από τις σκέψεις και τις αναμνήσεις. Όμως πιο πολύ είχα μεθύσει από τη νοσταλγία και μία μυρωδ

Βήματα

Είναι ο τρόμος και μια παράξενη ανησυχία  είναι φωνές, αισθήσεις πρωτόγνωρες  και κάτι που τους ομοιάζει  δεν είναι φόβος μη σε πάρει κάτι μακριά,  ή μη σου πάρει κάποιος τη ζωή σου, αλλά ο επισκέπτης που έρχεται απρόσκλητος στη μικρή σου εορτή  “εορτή δαιμόνων” – την ονόμασες κάποτε – “μέσα σε ενα δοχείο για μια φτηνή ψυχή” τρέμεις μη σου χτυπήσει την πόρτα  και εσύ δεν έχεις αψέντι να τον κεράσεις και την κατάλληλη μουσική να του παίξεις  και ξέρεις ότι αν δε του δώσεις αυτά, θ α προσπαθήσει να κατακτήσει ένα ακόμη κομμάτι της γαλήνης σου και με αυτή θα χορτάσει, αφήνοντας τρέμουλο για συμπλήρωμα στο κενό αλλά υπάρχει κάτι στο οποίο εσύ δεν έχεις ακόμη καταλήξει· φοβάσαι περισσότερο εκείνον τον επισκέπτη  ή τον ίδιο σου τον εαυτό; Γράφει η Ρένια Τσάπρα

Το λέγανε Στρογγυλή

Την ώρα που ο πλαστουργος το Αιγαίο διακοσμουσε, πολύτιμα κοχύλια έπλαθε  τη θάλασσα κεντουσε.  Με ήλιο τα ζεσταινε  με αστέρια τα λαμποκοπούσε χαμόγελα πάνω τους εριχνε η γη τους καρποφορουσε.  Ένα κοχύλι στρογγυλό  στο βάθος του πονούσε·  το έπιασε αγκομαχητο το σχήμα του μισούσε! Δεν θέλω να είμαι στρογγυλό να είμαι συνηθισμένο, θέλω σαν το φεγγάρι που αγαπώ  να είμαι σχηματισμένο.  Και δίνει μια... τα βράχια ξερνά σχίζονται θάλασσες και βουνά  παράξενα χρώματα ...ηλιακή ομορφιά  την αναδυόμενη φεγγαρόπετρα γεννά.  Του πόνου της τα σωθικά  βασίλισσα ανάστησαν τη Σαντορίνη γέννησαν  το Αιγαίο ζωγράφισαν.  Λαοι τώρα έρχονται να το δούνε,  με το κρασί του στο ηλιοβασίλεμα μεθουνε,  την ομορφιά του στα ακρογιάλια του κεντούνε,  το μαύρο του λιθάρι στα σπλάχνα του, τη δημιουργία του κοιτούνε  κι απ ορούνε.  11/07/2019  Άρτεμις Τομαη Κριμιτσα      (Θαλασσινή)