Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Εμφάνιση αναρτήσεων με την ετικέτα εσωτερικό ποίημα

Απουσία

Της Μαρίας Παπαδοπούλου Είσαι εδώ κι όμως λείπεις.  Τα χείλη σου χαμογελούν, τα μάτια σου όμως κλαίνε. Με κοιτάς αλλά δε με βλέπεις,  με ακούς χωρίς να με προσέχεις,  σε μέρος μακρινό ταξιδεύεις και εμένα δεν με θες μαζί.  Ζω με τη σκιά σου,   με αυτό που ήσουν,   με αυτό που νόμιζα ότι ήσουν,   με αυτό που ήθελα να ήσουν. Είδα τη βαλίτσα σου έξω από την πόρτα σήμερα.  Φεύγει το φάντασμα σου,  κι εγώ δεν ξέρω  τι περισσότερο με πονά· ότι δεν θα είσαι πια εδώ,  ή ότι ποτέ πραγματικά δεν ήσουν. Η αξόδευτη αγάπη με βαραίνει,  τα αν και τα γιατί στοιχειώνουν κάθε γωνιά του σπιτιού. Πάρε με μαζί σου· κι ας περπατήσουμε σε δρόμους παράλληλους,  κι ας φτάσουμε σε διαφορετικό προορισμό.  Αρκεί να ξέρω ότι η σκιά σου είναι ακόμα εκεί. *Η Μαρία Παπαδοπούλου είναι μεταφράστρια και καθηγήτρια αγγλικών. Γράφει διηγήματα στα ελληνικά και στα αγγλικά. Το βιβλίο της «Η ζωή από το τζάμι περνά» εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Λέμβος και βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία Ο Πολίτης, Ιανός, Πολιτεία, Bookplus,

Φλυαρίες

Τ ου  Θ άνου  Κ ουλουβάκη Αν με ρωτήσεις - όταν είσαι μεθυσμένη - τι αγάπησα περισσότερο θα σου απαντήσω πως αγάπησα στιγμές, αναμνήσεις και τις νύχτες που δεν πρόλαβα να ζήσω. Αν με ρωτήσεις ξανά τι αγάπησα περισσότερο κι από τις στιγμές τις αναμνήσεις ή τις νύχτες, θα σωπάσω. Έπειτα θα κοιτάξω τα μάτια σου, θα γυρίσω το βλέμμα στον ουρανό και δε θα καταφέρω να πω τίποτα. Θα αναζητήσω όμοια άστρα μ' εκείνες τις νύχτες ή προσφιλείς κουβέντες. Θ' ανοίξω το κόκκινο κρασί και θα πιω μεγάλες γουλιές. Θα κοιτάξω τα μάτια σου και δε θα μπορώ να μιλήσω. Ούτε τ' αστέρια δίνουν αρκετή δύναμη, ούτε το κρασί. Δε θα μπορώ να πω κουβέντα. Θ' αγγίξω το χέρι σου και θα ταξιδέψω για μερικά δευτερόλεπτα στην πιο εκστατική  - στην πιο υπερβατική -  αίσθηση. Όσοι δεν την αισθάνθηκαν είναι αυτοί που αντί να βιώνουν στιγμές αρκούνται σε φλυαρίες.

ξέχασα να στο πω

Τ ου  Θ άνου  Κ ουλουβάκη Τότε που περπατούσαμε κοντά στα κύματα κι έπαιζα με την άμμο, ξέχασα να στο πω. Τότε που μαγειρεύαμε κι εγώ αντί να ανακατεύω τη σάλτσα παρατηρούσα το χαμόγελο σου, ξέχασα να στο πω. Τότε που πίναμε κρασί και μου έλεγες κάτι σοβαρό κι εγώ σε κοιτούσα στα μάτια με προσοχή γιατί τα μάτια σου έμοιαζαν με το πιο όμορφο μέρος του κόσμου, ξέχασα να στο πω. Τότε που κολυμπούσαμε και σ' αγκάλιασα κι εσύ με φίλησες κι εγώ ένιωσα πράγματι ελεύθερος, ξέχασα να στο πω. Τότε που πήγα για μπύρες και γύρισα όσο πιο γρήγορα μπορούσα γιατί μου έλλειψες και ήθελα να σε δω, ξέχασα να στο πω. Τότε που σε περίμενα και φοβόμουν ότι δε θα έρθεις ποτέ ξανά - παρ' όλο που ήρθες - κι έβαλα τα κλάματα πολλές φορές γιατί νόμιζα ότι με τα δάκρυα φεύγει ο πόνος, ξέχασα να στο πω. Τότε που πονούσε η καρδιά μου γιατί δεν άντεχε άλλο τη ζωή κι εσύ άπλωσες τα χέρια και με τράβηξες από το θάνατο, ξέχασα να στο πω. Τότε που σε έβγαζα φωτογραφίες και αντί να κοιτάω τη λήψη ή το φωτισμό ή

Επιστρέφει πάντοτε (Αυτός)

Πιάσε μια ηλιαχτίδα, κοιμήσου με το φως· άφησέ το να σε κάψει - αν χρειαστεί. Να καούν τα φτερά σου, να γίνεις ένα με τη γη. Να πέσεις· κι ίσως να μη σηκωθείς. Νιώσε το χώμα στο πρόσωπο, τα κύματα στο σώμα, το πορφυρό μου δώρο που ονομάζεται αίμα. Νιώσε τα χέρια του - σε αγκαλιάζουν - η ανάσα του πάνω απ' τους ώμους σε ζεσταίνει. Φωνάζουν τα βουνά, μιλούν οι στάχτες. Βουβοί οι άνθρωποι - αμίλητοι προσμένουν. Κι Αυτός τους εξαπατά· φεύγει (;) Μα θα επιστρέψει, όταν δεν τον περιμένεις. Γράφει ο Θάνος Κουλουβάκης (Επισκεφτείτε τη σελίδα της ποιητικής συλλογής του Θάνου Κουλουβάκη  ή βρείτε την στο Βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων Οσελότος )

Τα μικρά σπίτια

Το αίμα χύνεται· περιβάλει τα πάντα στο πέρασμά του κι ύστερα χάνεται μέσα στο υγρό πάτωμα του μικρού σπιτιού - που συμβατικά ονομάζεται «σώμα». Σε αυτά τα μικρά σπίτια ζούμε και αισθανόμαστε όλοι μας· περνούμε τις μέρες μας και κλειδώνουμε τις έρημες νύχτες μέσα στα ασπρόμαυρα δωμάτια. Λες και το χρώμα τις κάνει παράξενα όμορφες (το όμορφο μας τρομάζει). Το πάτωμα του σπιτιού μας είναι πάντοτε υγρό και μαλακό. Μερικές φορές φοβάμαι να το αγγίξω μήπως και σπάσει και εισβάλλω μέσα μου. Τα μάτια μου παράθυρα στον κόσμο· ανοιγοκλείνουν και παρατηρούν. Κλειδώνουν τις εικόνες και με φυλακίζουν. Κοίτα (!) Δε μπορώ να τα ανοίξω πια... Κοίτα· δε μπορώ να κοιτάξω πια... Από τον Θάνο Κουλουβάκη

Νηνεμία

Είναι οδυνηρό να νιώθεις· πονούν οι ψυχές όταν αισθάνονται. Με νιώθεις; Καταλαβαίνεις - κατάλαβες άραγε ποτέ - την ένταση της οδύνης; Με μανία με έχει κυκλώσει. Άνοιξε τα παράθυρα - ίσως και τα χέρια σου - να πιάσεις το φως· έτσι, να φωτιστεί η ψυχή σου. Κι ύστερα θυμήσου που σου έλεγα διαρκώς για τις τύψεις· πώς με τρώνε και πώς με διαλύουν. Και πως κάτι βράδια μου μιλούν (;) μα δεν καταλαβαίνω αυτά τα λόγια που ξεστομίζουν. Άνοιξε τώρα τα χέρια σου και κοίταξε το φως. Βλέπεις την ψυχή μου δίπλα από εκείνο το συννεφάκι; «Σε λούζει το φως του ουρανού» Με θαυμάζει η θλίψη και μου μιλά όμορφα. Πως γίνεται να μην την αγαπάω; Χθες ξέρασα δάκρυα κι αυτή ήταν εκεί να με φροντίζει και να με παρηγορεί - μέσα στην αγκαλιά της. Το βλέπεις το συννεφάκι που κρατά την ψυχή μου; Ονομάζεται Νηνεμία κι είναι ακόμα μακρυά. Από τον Θάνο Κουλουβάκη